βάφτισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάφτισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάφτισι ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. βάφτισ’ βόρ. ἰδιώμ. βάφκισι Τσακων. βάστισι Καλαβρ. (Μπόβ.) βάθτισι Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γάφτισι Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βάπτισις.
Σημασιολογία
1) Τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος κοιν. καὶ Πόντ.: Εἶμαι καλεσμένος σὲ βάφτισι 'Σ τὴν ἐκκλησιˬὰ γίνεται βάφτισι κοιν. || ᾎσμ. ’Στὸν Ἰορδάνῃ ποταμό, ᾿ς τὴ βάφτισι τοῦ Γιˬάννη, ἐκεῖ μοῦ λὲν πῶς γίνεται τσ᾿ ἀγάπης τὸ βοτάνι ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 76. Συνών. βαφτίδι, βαφτίσιˬα 1, βάφτισμα 1, βαφτισμός. 2) Ἡ ἐκ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος χάρις πολλαχ. Πῆρε τὴ βάφτισι πολλαχ. β) Τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος ἢ τὸ μύρον διὰ τοῦ ὁποίου χρίεται ὸ βαπτιζόμενος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.): Φοβᾶται νὰ μὴ βγήκ’ ἣ βάφτισι (ἐπὶ τοῦ μὴ θέλοντος νὰ πλυθῇ). Συνών. βάφτισμα 1γ. 3) Τὸ συμπόσιον τὸ ὁποῖον ἐπακολουθεῖ τὴν βάπτισιν Ἄνδρ.: Ὁ δεῖνα εἴχενε μεγάλη βάφτισι. Συνών. βαφτίσιˬα 2. 4) Ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Πελοπν. (Κυνουρ.): Οἱ λυκοκατζαραῖοι… γυρίζουν πίσω τῆς Βάφτισις καὶ βρίσκουν τὸ δέντρον ὁλάκερον (ἐκ παραδ.) Συνών. βαφτιστὴς 1 β, Φῶτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA