ἀστάνιˬαρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστάνιˬαρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀστάνιˬαρα ἐπίρρ. Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀστάνιˬαρος.
Σημασιολογία
Ἀκαταπαύστως, ἀδιακόπως: Ἀστάνιˬαρα μιλάει. Συνών. ἀσταμάτητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA