γούσουρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούσουρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γούσουρα ἡ, Χίος - Λεξ. Βάιγ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 398 γούσγουρη Λεξ. Βλαστ. 398 γούσορα Λεξ. Βάιγ. γούσουρος ὁ, Σάμ. Χίος - Λεξ. Κορ., Ἄτακτ. 2, 405 Μπριγκ. Βλαστ. 398.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γούσουρα. Οἱ τὺπ. γούσουρα καὶ γούσορα καὶ εἰς Σομ., ἔνθα καὶ ὁ τύπ. γουτόρα. Ὁ Κοραῆς, ἔνθα ἀν., καὶ ὁ G. Meyer, Neugr. Stud. 4, 24 ἐτυμολογοῡν τὴν λ. ἐκ τοῦ Ἰταλ. gocciola = ἀποπληξία. Πβ. καὶ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 289.
Σημασιολογία
Ἀποπλὴξία ἔνθ᾽ ἀν.: Τοῦ ᾽ρτε γούσουρα Χίος. Ἡ γούσουρα τὸν ηὖρε αὐτόθ. Τοῦ ᾽ρτε γούσουρας αὐτόθ. || Φρ. Νὰ πέσ᾽ ὁ γούσουράς σ᾽! (ἀρά· νὰ σοῦ ἔλθῃ ἀποπληξία Σάμ. Συνών. ἀποπληξία, γιˬότσα, κόλπος, νταμλᾶς, σουβή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA