γουσταρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουσταρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουσταρίζω Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Προπ. (Μαρμαρ.) γουσταρίνdζω Ἀστυπ. ᾽ουσταρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γκουσταρίζω Ἤπ. (Λάκκα Σουλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γουστάρω.

Σημασιολογία

Ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, ἀρέσκομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ γρζὰ δὲν τὶς γουσταρίντζει τὶς καλόγνωμες (= εἶδος ὀστράκων) Ἀστυπ. Ἕνα τσιγάρο τὸν ἐγουστάριζα Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Μὰ ᾽κείνη τόσο καλά δὲν dὸν γουστάρινdζε Ἀστυπ. || ᾎσμ. Γιˬατὶ γουστάριζα ρακὶ διˬὰ νὰ πιˬῶ ὁ καηˬμένος κι ἀπὸ τὴν παλιοπαραδιὰ βρίσκομαι ζαλισμένος Προπ. (Μαρμαρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/