ἀσταρλίκιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταρλίκιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσταρλίκιν τό, Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀσταρλίκ-κιν Κύπρ. ἀσταρλίκι Ἤπ. Μεγίστ. Νάξ. ἀσταρλί’ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀσταρλούχ’ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. astarlik.
Σημασιολογία
Ἀστάρι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸ τοὺ παννὶ κά' γιˬ᾿ ἀσταρλί’ Ζαγόρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA