γουστάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουστάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουστάρω κοιν. γουστάρου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ᾽ουστάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) γουστέρω Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κονίστρ.) Κάρπ. Κάσ. γουστέρνω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. (Βιάνν.) Χίος - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gustare = γεύομαι, δοκιμάζω, ἐσθίω. Ὁ τύπ. γουστάρω καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐλέγχω τὴν γεῦσιν ποτοῦ ἢ φαγητοῦ, δοκιμάζω Ἀστυπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Δημητρ.: Καλὲ, ᾽ιˬὰ φέρε νὰ γουστάρωμε μιˬὰ ᾽υχιˬὰ. χερ᾽νουδάκι (μιˬὰ ᾽υχιˬὰ = ὀλίγον, χερ᾽νουδάκι = χοιρινουδάκι) Ἀπύρανθ. Συνών. γλωσσιˬάζω 1, δοκιμάζω, προβάρω. 2) Ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, ἀρέσκομαι εἴς τι κοιν.: Γουστάρω πολὺ τὸ κρέας - τὸ ψάρι - τὰ χόρτα - τὸ κρασὶ κοιν. Μοῦ γουστάρει τὸ φαΐ - τὸ κρασὶ - τὸ τυρὶ κοιν. Δὲ μοῦ γουστάρει τίποτα κοιν. Δὲ γουστάρει τίβοτα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Τὰ ψάριˬα πολὺ τὰ γουστάρω Εὔβ. (Κονίστρ) Ἀπὸ τἀ φροῦτα γουστάρω περ᾽σσότερο τὰ ροδάκινα Πελοπν. (Βλάχοκερ.) Δὲ τὸ γουστάρω τὸ κρασὶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Δὲ τὸ γουστάρω αὐτὸ τὸ πρᾶμα Μέγαρ. Τέτο͜ιους ἀνθρώπους δὲν τοὺς γουστέρου (τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν μοῦ ἀρέσουν) Εὔβ. (Βρύσ.) Δὲ τόνε ᾽ουστάρω (δὲν μοῦ ἀρέσει) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὑπάρχει ὅ,τι γουστάρει ἡ ψυχή σου Ἀθῆν. Ἂ ᾽ουστάρῃς, κόπιˬασε Νάξ. (Φιλότ.) Ὁ κύριος, ἐπειδὴ εἶναι πλούσιος, νὰ κάνῃ ὅ,τι τοῦ γουστάρει Π. Νιρβάν., Ἡ ζωὴ τοῦ δρόμ., 140. || Φρ. Ἔτσι μοῦ γουστάρει (ἔτσι μοῦ ἀρέσει) σύνηθ. Κάνει ὅ,τι τοῦ γουστάρει σύνηθ. Δὲ μ᾽ γουστάρ᾽ (δὲν μοῦ ἀρέσει) Στερελλ. (Ὑπάτ.) || ᾎσμ. Νὰ πανdρευτῶ γουστάρησα, τὰ ἔξοδα φοοῦμαι, γιˬατ᾽ εἶν᾽ οἱ ἀποχὲς κακές, κ᾽ ἐκεῖνο συλ-λοοῦμαι Κάσ. 3) Εὐχαριστοῦμαι, τέρπομαι, διάσκεδάζω Ἀθῆν. Ζάκ. Κεφαλλ. Κέρκ. Μῆλ. Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρνάν. Ὑπάτ.) - Γ. Ξενόπ., Ν. Ἑστ. 15 (1934), 18 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Πᾶμε ἀπόψε ᾽ς τὸν καραγκιˬόζη νὰ γουστάρωμε Ἀθῆν. Γουστάρω νὰ τσὶ βλέπω νὰ παίζουνε Κέρκ. Τρώω τὸ φαΐ λίγο λίγο, γιˬὰ νὰ τὸ γουστάρω αὐτόθ. Κάbοσες Ἀνεράιδες ἐγουστάρανε νὰ ἀνεβοῦνε κάθε μεσημέρι Ζάκ. Κάθομαι ἐπά χάμω καὶ γουστάρω μὲ τὰ παιδιˬὰ ποὺ παίζουνε Μῆλ. Πάου ᾽ς τοὺ χορὸ νὰ γουστάρου Ὑπάτ. Τ᾽ ἅι-Θοδώρου τὸ Σάββατο φέρνουνε βέργες, κλήματα, τὶς ἀνάβγουνε καὶ γουστάρουνε Κύθν. Ἀρεdᾶτε νὰ γουστάρετε μιˬὰ δελφινάρα ποὺ τρέχει μπροστὰ ᾽ς τὸ καΐκι Ἐρεικ. Δὲν τοῦ τό ᾽πα ᾽ς τ᾽ ἀλήθε͜ια τοῦ παππάκη σου. Ἔτσι γιˬὰ νὰ τὸν γουστάρω (παππάκης = πατέρας) Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA