γουστέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουστέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουστέρα ἡ, σύνηθ. γουτέρα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Κόκκιν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Μεσσην. Πυλ. Χάτζ.) γκουστέρα Α. Ρουμελ. (Σινάπλ.) Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) Ἤπ. (Ἄγναντ. Δωδών. Καταρρ. Πλάκ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ.) Θεσσ. (Βόλ. Μελιβ. Μοσχᾶτ. Πήλ. Πτελοπούλ. Φάρσαλ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μάκεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Βάλτεσιν. Δυρράχ. Κόρινθ. Κυνουρ. Λάκων. Νεάπ. Οἰν. Πιάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. Μαλεσ. Μύτικ. Φθιῶτ.) - Γ. Σουρῆ, Ρωμ. 310 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Δημητρ. γκουτέρα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) γκουστιˬέρα Πελοπν. (Ὀλυμπ. Μαντίν.) γκουτιˬέρα Πελοπν. (Μαντίν.) γκουιτέρα Πελοπν. (Γορτυν. Πιάν.) ἀγκουστέρα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν Αἰδηψ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Σταγιᾶδ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀγκ᾽στέρα Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) ἀγ᾽στέρα Ἁλόνν. Σκόπ. Στερελλ. (Ἀμφ.) κουστέρα Β. Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δέλβιν. Δρόβιαν.) Μακεδ. (Σταυρ.) Πελοπν. (Μεσσην.) κ᾽στέρα Θεσσ. (Καρδίτσ) Θρᾴκ. (Πύργ.) ᾽ουστέρα Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) σκουτέρα Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. (Χάλκιδ.) σκουντέρα Θεσσ. (Μεσοχώρ. Μυρόφυλλ. Πολυνέρ. Τρίκκ.) Μάκεδ. (Ἅγιος Νικόλ. Πάρθεν.) Στερελλ. (Τριχων.) σκουντόρα Θεσσ. (Πρόδρομ. Καρδίτσ.) φουστέρα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) φλουστέρα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) μπουτέρα Πελοπν. (Βερεστ.) γκουστιˬάρα Μακεδ. (Ἀρν.) γκλουστέρα Πελοπν. (Ἀναβρ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) γουστέριˬα Πελοπν. (Σκορτσιν.) γκουστέρνα Θρᾷκ. (Καβακλ. Μάλγαρ.) γουστιˬάρα Μακεδ. (Χάλκιδ.) γαστέρα Σάμ. ᾽αστέρα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) γκούστ᾽ρα Ἤπ. (Παλάσ.) σκορτσέρα Πελοπν. (Δίβρ. Κοντοβάζαιν.) γούστερας ὁ, Ἀντίπαξ. Ἤπ. Κέρκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Παξ. ἀγούστερας Κέρκ. (Κασσιόπ. Σιν.) γούστιρας Θεσσ. (Καλαμπάκ. Κακοπλεύρ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Κατάκαλ. Τριφύλλ.) γούστερος Πελοπν. (Γαργάλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Πυλ.) γούστιρος Σκόπ. γούστιρους Μακεδ. (Δῖον) γκούστερας Ἤπ. (Θεσπρωτ. Κούρεντ. Μαργαρ.) Μάκεδ. (Καταφύγ. Ριζώματ.) γκούτερας Ἤπ (Ἰωάνν.) Μάκεδ. (Βόιον) γκούστιρας (Βίτσ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Θεσσ. (Μαυρέλ. Σταγιᾶδ. Τσαρίτσ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Γρεβεν. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καρπερ. Κατάκαλ. Κεφαλοχ. Κίτρ. Κοζ. Λόφ. Μοσχοπόταμ. Τρικοκκ. Τριφύλλ.) γκούστ᾽ρας Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γκούστερος Ἤπ. (Αὐλότοπ. Πάργ. Σούλ.) Πελοπν. (Λακεδ.) γκούσταρας Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Μακεδ. (Σιάτ.) γκούστιˬαρας Μακεδ. (Βλάστ. Ἐράτυρ. Κοζ.) γκούσταρος Μακεδ. (Βόιον) γκούσταρους Ἤπ. (Κόνιτσ.) γκούταρους Μακεδ. (Καστορ.) γκούστιˬαρους Μακεδ. (Βλάστ.) γκούσαρας Ἤπ. (Χιμάρ.) γκούσ᾽ρας Ἤπ. (Δρυμᾶδ. Χιμάρ.) γκόστιρας Ἤπ. (Δερβίτσ. Σούλ.) Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) γκόστιρους Ἤπ. (Ἄγνάντ. Πλάκ. Πράμαντ.) γκόστιρας Ἤπ. γκόταρους Ἤπ. (Μελιγγ.) φούστερας Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) φούστερος Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) γόστερας Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ρόδ.) Ὀθων. Πάξ. βόστερας Ἀντίπαξ Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Λευκίμμ. Σπαρτερ.) Μαθράκ. Ὀθων. Πάξ. - Γ. Μάρχορ., Ὅρκος, 25 Κ. Θεοτόκ., Βιργ. Γεωργ. 64, 73 - Λεξ. Μπριγκ. μόστερας Κέρκ. (Σιναρᾶδ. Χλομ.) μπούτερος Πελοπν. (Βερεστ.) γουστερὸς Λεξ. Μπριγκ. γούστερος Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. βοστερὸς Λεξ. Βάιγ. βόστερα ἡ, Κέρκ. (Χλομ.) γνουστέρ᾽ τό, Ἤπ. (Αὐλότοπ. Μακεδ. (Ριζώματ.) κουστέρ᾽ Ἤπ. (Δωδών.)

Ετυμολογία

Ἐκ. τοῦ Σλαβ. guster = σαύρα. Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 24. Παρὰ Σομ. καὶ ὁ τύπ. βόστερος.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἑρπετὸν Σαύρα ἡ κοινὴ (Lacerta communis) τῆς οἰκογ. τὥν Σαυριδῶν (Sauridae) σύνηθ.: ᾽Σ τὸν τοῖχο τοῦ κήπου εἶδα μιˬὰ γκουτέρα καὶ μὲ φόβιε Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ᾽Σ τὸ λόγγο μας εἶναι οὕλο γουστέρες Πελοπν. (Γαργάλ.) ᾽Σ τὸ χωριˬό μου τὰ παιδιˬὰ κυνηγοῦνε πολὺ τὶς γκουτιˬέρες Πελοπν. (Μαντίν) Οἱ γουστέρες σκαρίζουνε τώρα τὴν ἄνοιξη Πελοπν. (Παιδεμέν.) Τὶς κουστέρις τσὶ τρώει τοὺ φίδ᾽ κὶ θρέφιτι Μάκεὃ. (Σταυρ.) Ἡ γάττα μας ἔπιˬασε μίνιˬα γκουτε᾽ρα κὶ τ᾽ν ἔφιρι ᾽ς τοὺ κριββάτ᾽ μ᾽ Ἤπ. (Πράμαντ.) Βγήκανε καὶ ᾽λιˬαζόντανε ιˬαπέρα οἱ μπουτέρες Πελοπν. (Βερεστ.) Μιˬὰ ἅλλοτρη σκορτσέρα μπῆκε ᾽ς τὸ τράιστο καὶ μαγάρισε τὸ ψωμὶ (ἄλλοτρη = ἐλεεινὴ) Πελοπν. (Δίβρ.) Δὲν ἔβλεπες πουθενὰ γῦρο οὔτε μιˬὰ γουστέρα νὰ ᾽λιˬάζεται πάνω σὲ βράχο ᾽ς τὸ γιˬαλὸ Ν. Ἑστ. 21 (1937), 447. || Παροιμ. Ὁ φιδοφαγωμένος σκιˬάζεται κιˬ ἀπὸ τὴ γουστέρα (ὁ ἔχων ὑποστῆ τιμωρίαν ἢ βλάβην παρ᾽ ἰσχυροῦ τινος φοβεῖται καὶ τὸν ἀνίσχυρον) Πελοπν. (Τριφυλ) | ᾌσμ. Μέσα γε͜ιά, μέσα χαρά, | ὄξω φίδιˬα καὶ γκουστέρις, ἔφαγα τοὺ ζόχου | νἀ ξιφαρμακώσου (ἐξ ἐπῳδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βγᾶτε φίδιˬα καὶ γουστέρες, | κ᾽ ἦρτε τοῦ Βαγγελισμοῦ, θὰ σᾶς κόψουν τὰ κεφάλιˬα, | νὰ σᾶς ρίξ᾽νε ᾽ς τὰ πηγάδιˬα (ἑξ ἑπῳδ.) Θρᾷκ. (Κεσάν.) Φιβγᾶτι, φίδιˬα κὶ κουστέριˬα | γιˬατ᾽ ἔρχιτι οὑ Βαγγιλισμός, θὰ σᾶς κόψῃ dοὺ κιφάλι, | θὰ dοὺ ρίξῃ ᾽ς τοὺ πουτάμι Ἤπ. (Δωδών.) Συνών. ἀλισαύρα, γουστερέλα, γουστερέλι, γουστερῖνα, γουστερίτσα, γουστερόπουλο, γουστερούλα, ζωγραφίδα, ζωγραφός. 2) Τὸ ἑρπετὸν Σαύρα ἡ πρασίνη (Lacerta viridis) τῆς οἰκογ. τῶν Σαυριδῶν (Sauridae) πολλαχ.: Πετάχτηκ᾽ ἕνας γούστερος καί, ᾽φόντε τὸν εἶδανε, τρομάξανε τὰ κλωσσοπούλλιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Μιˬὰ οὐχιˬὰ εἶχι καταπιˬῆ τοὺ γκούστιρα Θεσσ. (Σταγιᾶδ.) Εἶδα ᾽να bετρίτη κ᾽ εἶχε ᾽ς τὰ νύχιˬα του ἕνα βόστερα Ὀθων. Πετάζετ᾽ ἕνας βόστερας ᾽πὸ τσὶ γρέbες (= μανδρότοιχους) αὐτόθ. || Φρ. Γί᾽κι σὰ γκούτ᾽ρας (ἔγινε κίτρινος σὰ γούστερας) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τιντώ᾽ τὰ μάτιˬα τ᾽ σὰν γκούστιρας Ἤπ. (Κουκούλ.) Γίνηκε τὸ μοῦτρο του σὰν τοῦ γούστερα ᾽πὸ τὴν κακία του Παξ. Νὰ σὲ φάῃ ὁ γκόστιρας! (ἀρὰ) Ἤπ. (Δερβίτσ.) || ᾌσμ. Ἐδιˬάλεξα, ξεδιˬάλεξα, πάντεχα νὰ πιτύχω, κ᾽ ἐπέτυχα τὸ γκούστερα ποὺ βγῆκ᾽ ἀπὸ τὸν τοῖχο Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Τρέχα γκούτερα μὲ τὸ τσαπὶ ᾽ς τὸν ὦμο Μακεδ. (Βόιον) Τρέχα γκόστιρα μὶ τὴ γιˬατρε͜ιὰ ᾽ς τοὺ στόμα Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) || Ποιήμ. Ἐδῶ γλιστροῦσε ὁ βόστερας, ἐκεῖ τὸ σαμαμίθι Γ. Μαρκορ., Ὅρκος, 25 Κιˬ ἂς λείπουν οἱ βοστέροι πού ᾽χουν ξερὴ καὶ πλουμιστὴ τὴ ράχη Κ. Θεοτόκ., Βιργ. Γεωργ., 64. Συνών. βυζάστοα, γαιˬδουρογουστέρα, γαιˬδουροσκουρκουρίτσα, γερογουστέρα, γομαρογουστέρα, γουστέρακας, κιτρινογουστέρα, κολοσαύρα, πρασινογουστέρα, πρασινογούστερας, πρασινογούστρακας, σαυρόφης, σελεντρούνα, χολοσαυρᾶς, φαρμάκα, χρυσαφίδα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκούστιˬερας Ἤπ. (Πωγών.) 3) Ὁ ἰχθὺς Τράχουρος ὁ μεσογειακὸς (Tranchurus mediterraneus) τῆς οἰκογ. τῶν Καραγκιδῶν (Carangidae), ὁ σαῦρος τῶν Ἀρχαίων Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων Ἔπιˬακα ἕνα κίλο βόστερους καὶ τσοὺ ἔκανα bουρδετίτσι (κίλο = κιλόν, bουρδετίτσι = τσιγαριστὸν φαγητὸν) Ἐρεικ. Συνών. γουστερόψαρο

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/