βάφτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάφτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάφτισμα τό, κοιν. καὶ Ἀπουλ. βάφτισμαν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ Χαλδ.) βάφτ᾽σμα βόρ. ἰδιώμ. βάβτ’σμα Μακεδ. (Χαλκιδ.) βάβτζμα Ἴμβρ. βάφτιμα Ἀπουλ. βάστιμα Καλαβρ. (Μπόβ.) βάτ-τιμα Ἀπουλ. γάφτισμα Ρόδ. κ.ἀ. δάφτισμα Λέσβ. Μεγίστ. Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βάπτισμα.

Σημασιολογία

1) Βάφτισι 1, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Ἀπουλ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) β) Ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος παρεχομένη χάρις πολλαχ.: Σὰ σμίξῃ Χριστιˬανὸς μὲ Τούρκισσα, χάνει τὀ βάφτισμά του Ἰων. (Κρήν.) || Φρ. Δὲν ἔχει βάφτισμα ἀπάνω του (δὲν ἔχει ἀρετήν, χρηστότητα κττ.) Μέγαρ. γ) Βάφτισι 2 β, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Μάν.): Δὲ νίβεται γιˬὰ νὰ μὴ dοῦ φύγῃ τὀ βάφτισμα (εἰρων.) 2) Ἡ ἀναγκαστικὴ βύθισις εἰς δεξαμενὴν ὕδατος τοῦ μὴ δυναμένου κατὰ τὸν διαγωνισμὸν τῶν Ἀπόκρεων νὰ προσφέρῃ περισσοτέρας ὀκάδας οἴνου καὶ ἄλλων τροφίμων πρὸς κοινὴν μετὰ φίλων εὐωχίαν Μακεδ. (Σισάν.) 3) Ἡ ἀνάμειξις ὕδατος εἰς οἶνον κττ. Μακεδ. 4) Μεταφ. ἡ τὸ πρῶτον συμμετοχή τινος εἰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις λόγ. κοιν.: Ὁ δεῖνα πῆρε τὀ βάφτισμα τῆς φωτιˬᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/