ἀσταύρωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταύρωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσταύρωτα ἐπίρρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσταύρωτος.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ (ἡ σημ. ἐκ τοῦ ἐθίμου νὰ σχηματίζεται μὲ τὴν μάχαιραν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ ζῴου πρὸ τῆς σφαγῆς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Σώπα, κακορρίζικο, ’ιˬὰ θὰ σὲ πιˬάσω καὶ θὰ σοῦ κόψ’ ἀσταύρωτα τὴ gεφαλή σου! Τέθο͜ιω ᾿υναικῶ θέν ἀσταύρωτα οἱ κεφαλὲς τωνε κόψιμο. 2) Χωρὶς οἶκτον, ἀλύπητα Πελοπν (Μάν.): Τὴν ἐχτύπαγε ἀσταύρωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA