γουστερέλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουστερέλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουστερέλα ἡ, ἐνιαχ. γκουσταρέλα Ἤπ. (Μαργαρ.) σκουταρέλα Λευκ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν. Οἴτυλ. Πλάτσ.) Στερελλ. (Ἀστακ. Γραν.) σκουdαρέλα Πελοπν. (Γέρμ. Οἴτυλ.) σκουταλέρα Στερελλ. (Ἀστακ.) Πελοπν. (Καμίν.) σκουρδαdέλα Πελοπν. (Ἀρεόπ.) σκουρdαdέλα Πελοπν. (Οἴτυλ.) σκουτερέλα Λευκ. Πελοπν. (Λακων. Λυγερ. Μάν.) σκουταρέλα Λευκ. σκονταρέλα Πελοπν. (Λακων.) σκουτουρέλα Στερελλ. (Ξηρόμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουστέρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έλα.

Σημασιολογία

Γουστέρα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών.: Οἱ γκουσταρέλες γεννᾶν ἀβγὰ μέσα ᾽ς τὸ χῶμα κατα᾽ῆς Ἤπ. (Μαργαρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/