βαφτιστήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτιστήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαφτιστήρι τό, σύνηθ. βαφτιστήρ’ βόρ. ίδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βαπτιστήριον=μέρος πρὸς κολύμβημα ἢ κολυμβήθρα.
Σημασιολογία
Βαφτισιμα͜ιός, ὃ ίδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA