βαφτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαφτὸς ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ.) ’Ιων. (Κρήν.) Μέγαρ. Χίος βαφτὲ Τσακων. γαφτὸς Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. βαπτός.
Σημασιολογία
1) Βαμμένος ἕνθ’ ἀν.: Βαφτὸ παννὶ Κονίστρ. Χίος Ποκάμισο βαφτὸ ’πὸ τὸ αἷμας Κουρ. Βαφτὸ χράμι Μέγαρ. β) Χρωματιστὸς Χίος: Βαφτὰ ροῦχα. 2) Μέλας, πένθιμος ’Ιων. (Κρήν.): ᾎσμ. Κιˬ ἂν εἶναι πίκρα, Κωσταντῆ, νὰ πάρω τά βαφτά μου, νὰ πάρω καὶ τὰ μαῦρα μου καὶ τὰ μεταξωτά μου. 3) Οὐδ. γαφτὸ οὐσ., φουστάνι ἀπὸ μέλαν καὶ στίλβον ὕφασμα τὸ ὁποῖον φοροῦν αἱ γυναῖκες κατὰ τὰς ἑορτὰς Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA