γουστεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουστεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουστεύω Ἀπουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γοῦστο.
Σημασιολογία
Ἀπολαύω: Γούστευσε λίο αιρὸ (ἀπήλαυσεν, ηὐχαριστήθη ὀλίγον καιρόν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA