γουστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουστὸς ἐπίθ. ἀμαρτ. Οὐδ. γουστὸ Πελοπν. (Μεσσην.) Στερελλ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γοῦστο.

Σημασιολογία

1) Εὔγευστος, νόστιμος ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺ ἀχλάδ᾽ ἦταν γουστὸ Στερελλ. (Περίστ.) 2) Τερπνός, εὐχάριστος, διασκεδαστικὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Πὲς εὐτοῦνο τὸ τραγούδι, ποὺ ἔναι πολὺ γουστὸ Πελοπν. (Μεσσην.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/