ἄστε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄστε

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἄστε Κίμωλ. ἄστεν Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς φρ. ἂς ἤθελε διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπων ἃς ἤθε - ἄσθε. Πβ. ΣΨάλτην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918) 54.

Σημασιολογία

1) Εἴθε, ἐπὶ εὐχῆς Κίμωλ.: Ἄστε μαζώξῃ σπόρο! 2) Ἐὰν (ἡ μετάβασις τῆς εὐκτικῆς σημασίας εἰς τὴν ὑποθετικὴν ὅπως καὶ εἰς τὰς φρ. νὰ μποροῦσα, νὰ εἶχα = εἴθε νὰ μποροῦσα, νὰ εἶχα, καὶ: ἂν μποροῦσα, ἂν εἶχα) Σίφν. Ἄστεν ἠρχούσανε νωρίς, ἤθα μὲ βρῇς ’ς τὸ σπίτι μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/