γουταπέρκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουταπέρκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουταπέρκα ἡ, Ἀθῆν. - Λεξ. Δημητρ. βουταπέρκα Ναύστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. guttaperca.
Σημασιολογία
Κομμιώδης οὐσία λαμβανομένη ἀπὸ τοῦ δένδρου Δίχοψις ἡ γούτα (Dichopsis gutta) τῆς οἰκογ. τῶν Σαποτιδῶν (Sapοtaceae), τὸ ὁποῖον φύεται εἰς τὴν Σιγκαπούρην. Ἐκ τοῦ χυμοῦ τούτου παρασκευάζονται φύλλα παρεμβαλλόμενα μεταξύ δύο μεταλλικῶν τεμαχίων πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς στεγανότητος τὴς συνδέσεως ἢ χρησιμοποιούμενα ὡς μονωτικὸν ὑλικὸν τῶν ἠλεκτρικῶν καὶ τηλεγραφικῶν καλωδίων ἢ δι᾽ ἐπάλειψιν τῶν πληγῶν ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA