γουτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουτίζω Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γοῦτος.
Σημασιολογία
Κάμνω ἔρωτα πρός τινα Νίσυρ.: ᾎσμ. Ἐγύρισά το τὸ χωριˬό, πάλι θὰ τὸ γυρίσω, ὡσὰν ἐσένα ἄλλο νιˬὸ δὲν ηὗρα νὰ γουτίσω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA