γοφάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοφάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοφάδι τό, ἐνιαχ. γουφάδ᾽ Μακεδ. (Βογατσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γοφὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδι.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος χωλαίνων ἐκ παθήσεως τῆς ἄνω ἀρθρώσεως τοῦ μηριαίου ὀστοῦ ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γόφα 3, ξεγοφιˬάρης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA