βάψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιατικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάψι ἡ, Κεφαλλ. κ.ἀ. βάψ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βάφω.
Σημασιολογία
1) Βάψιμο 1, ὃ ἰδ., Μακεδ (Σισάν.) Στερελλ (Αἰτωλ.): Ἡ τσικούρα πῆρι καλὴ βάψ’ Σισάν 2) ᾿Αλλοίωσις τῆς χροιᾶς τοῦ προσώπου ἕνεκα νόσου ἢ ψυχικῆς τινος καταστάσεως Θεσσ. (Ζαγορ.) Κεφαλλ.: Φρ. Πῆρι βάψ’ (προσεβλήθη ὑπὸ φθίσεως) Ζαγορ. Πῆρε βάψι (κατελήφθη ὑπὸ ἀγανακτήσεως, ὀργῆς) Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA