γοφιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοφιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοφιˬάζω Πελοπν. (Κυνουρ.) γουφιˬάζου Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Καταφύγ.) gοφιˬάζω Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Μέσ. gοφιˬάζουμαι Πελοπν. (Φιγάλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόφος.

Σημασιολογία

1) Παχύνομαι περὶ τοὺς γόφους, περὶ τὰ ἰσχία Πελοπν. (Κυνουρ.): Καλὸ εἶναι τώρα τὸ ἀρνί, ἐγόφιˬασε. Δὲν τὸ βλέπεις; 2) Στηρίζομαι εἰς τοὺς γόφους, εἰς τὰ ἰσχία Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.): Κουράστηκα κ᾽ ἐgόφιˬασα λίγο Γαργαλ. β) Ραθυμῶ, τεμπελιάζω Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ.): Τί κάθεσαι καὶ gοφιˬάζεις ᾽δῶθε καὶ ᾽κεῖθε καὶ δὲν πᾶς γιˬὰ κἄνα λάχανο; Γαργαλ. 3) Μέσ., πίπτω καὶ κτυπῶ εἰς τὸν γόφον Πελοπν. (Φιγάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/