ἀστέναχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστέναχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστέναχτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀστένακτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στενάζων, ὁ μὴ ὑποφέρων πολλαχ.: Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ἀστέναχτος. Πέρασε τὴ ζωή του ἀστέναχτος πολλαχ. || Ποίημ. Ἀκίνητες͵ ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ ΔΣολωμ. 272. 2) Ἐκεῖνος καθ’ ὃν δὲν στενάζει τις: Δὲν περνῶ μέρα ἀστέναχτη. 3) Ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἐστέναξε, δὲν ἔκλαυσέ τις: Ἄκλαυτος κιˬ ἀστέναχτος πέθανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA