ἀστένε͜ια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστένε͜ια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστένε͜ια ἡ, ἀσθένε͜ια σύνηθ. ἀστένε͜ια κοιν. ἀτένε͜ια Θρᾴκ. ᾿στένε͜ια Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀσθένε͜ια. Ἡ λ. καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1) Ἀσθένεια, νόσος κοιν.: ἀθεράπευτη - ἀλαφρε͜ιὰ - βαρε͜ιὰ ἀστένεια. Κακὴ ἀστένε͜ια κοιν. Κρυφὴ ἀστένε͜ια (φυματίωσις) Πελοπν. (Μάν.) Νὰ σὲ φὰ’ ἡ ἀστένε͜ια! (βαρεῖα νόσος! Ἀρὰ) Εὔβ. (Κουρ. Ὀξύλιθ.) || Φρ. Ἔφαε τὴν ἀστένε͜ια (ἐπὶ τοῦ κατὰ κόρον φαγόντος. Συνών φρ. ἔφαγε τὸν ᾍδη - ἕναν ἀβλέμονα - ἓναν ἄδυσσο (ἰδ. ἄβυσσος 1) - ἕναν κόρακα -ἓναν περίδρομο) Κύμ. || Γνωμ. Ἡ παντρειὰ βγάνει τοὶς ἀστένε͜ιες (μετὰ τὸν γάμον γίνεται γνωστὴ ἡ νόσος) Πελοπν. (Δημητσάν.) || ᾌσμ. Χωρὶς ἀστένε͜ια κι᾽ ἀρρωστιˬὰ ψυχὴ δὲν παραδίνω ἀγν. τόπ. Νὰ μὴν τοῦ δώσῃ ἀρρωστιˬά, νὰ μὴν τὸν δῇ ἀσθένε͜ια Ἤπ. Ἀνάθεμα τὴν ἀρρωστιˬά, τὴ δόλιˬα τὴν ἀσθένε͜ια αὐτόθ. Ἀγάπη σου, πουλλάκι μου, ᾽ς ἀστένειαν μὲ ρίχτει Τῆλ. Συνών. ἀρρώστιˬα 1. 2) Νόσος ἐπιδημικὴ, ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων καὶ φυτῶν σύνηθ.: Ἔπεσε - σέρνεται - τραυε͜ιέται ἀσθένε͜ια ᾽ς τὸ χωριˬό. Τὸν θερίζουν τὸν κόσμο οἱ ἀσθένε͜ιες σύνηθ. Τσ᾽ θέρ’σι νιˬὰ ᾿στένε͜ια οὑλ’νοὺς τσ᾽ χουριˬανούς μας Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔχει ἀστένε͜ια ἡ dομάτα Σέριφ. Βάρισι τὰ σπαρτὰ νιˬὰ ᾽στένε͜ια Αἰτωλ. Καθὼς εἶναι τώρα τὰ καπινά, ἡ βροχὴ θὰ τοὺς δώκῃ ἀστένε͜ια Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 3) Ἀποπληξία Κίμωλ. 4) Μετων. ὁ ἀσδενικός, καχεκτικὸς Πελοπν. (Βούρβουρ.): Ρέ, ἀστένε͜ια!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA