ἀστενε͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστενε͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστενε͜ιάζω Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Παξ. Πελοπν. ( Συκεὰ Κορινθ.) Σέριφ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστένε͜ια.
Σημασιολογία
1) Καταλαμβάνομαι ἀπὸ νόσον, ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων καὶ φυτῶν Παξ. Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) Σέριφ.: Ἀστένε͜ιασε τὸ κλῆμα Συκεˬὰ Κορινθ. Συνών. ἀρρωστῶ. 2) Τρώγω καθ’ ὑπερβολὴν Εὔβ. (Ὀξύλιθ.): Ἀστένε͜ιασε ντέ! (ἐν ὀργῇ = φάγε ἐπὶ τέλους! περιδρόμιˬασε!)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA