ἀστενε͜ιάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστενε͜ιάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστενε͜ιάρις ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀράχ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Οἰν.) -Λεξ. Δημητρ. ’στανε͜ιέρ' Καππ. (Φάρασ.) Οὐδ. ἀστενε͜ιάρικο Ἀθῆν. ἀστινε͜ιάρικο Πελοπν. (Βρέσθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστένε͜ια καὶ τῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑγιής, φιλάσθενος ἔνθ' ἀν.: Ἕνας μύξιˬαρις, ἕνας ἀστενε͜ιάρις Βούρβουρ. Ρέ, ἀστενε͜ιάρικο! αὐτόθ. Πράματα ἀστενε͜ιάρικα Ἀθῆν. Συνών. ἀρρωστιˬάρις 1. 2) Ἀμυδρός, ἐπὶ φωτὸς Ἀθῆν.: Ἀστενε͜ιάρικο φῶς. Συνών. ἀρρωστιˬάρις 2. Πβ. ἀστενάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA