γκούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκούρα ἡ, (Ι) Ἤπ. (Αὐλότοπ. Ζαγόρ. Μέγα Περιστ. Ξηροβούν. Πλατανοῦσ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. Γερακάρ. Κακοπλεύρ. Μοσχᾶτ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Πελοπν. (Λαγκάδ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. κ.ἀ.) κ.ἀ. - Δ. Λουκοπ., Βουν. Κατσαντ., 55 καὶ Ποιμεν. Ρούμελ., 126 gούρα Θεσσ. (Καλαμπάκ. Δρακότρ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) γιˬούρα καὶ γκιˬούρα Θεσσ. (Δρακότρ.) γκρούρα Στερελλ. (Περίστ.) κούρα Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. gurrê, ἐνάρθρως gurr-α- = πηγὴ. Βλ. Π. Φουρίκ. (Ἀθηνᾶ 41 (1929), 105).

Σημασιολογία

1) Πηγὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Πάνου ᾽ς τὴ gούρα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Ηὗρα μίνιˬα γκούρα ποὺ εἶχι κρύγιˬου νιρὸ Ἤπ. (Πράμαντ.) Συνών. βλ. εἰς λ. ἀναβάλλουσα 1, ἀνάβρα, βουρβούλα 1. 2) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν, κοιλότης ἐντὸς τῆς ὁποίας συναθροίζεται ὕδωρ ἢ ἄλλο ὑγρόν, λάκκος, κατ᾿ ἐπέκτ. δὲ καὶ λάκκος ἐνταφιασμοῦ, τάφος Θεσσ. (Δρακότρ.): Μπραχάλισ᾽ τὴ μπιλιˬόκου στὴ γιˬούρα (= σβῆσε, ἑτοίμασε τὸν ἀσβέστη στὴ γούρνα). Θὰ σὶ ξισύρου ᾽ς τὴ γκιˬούρα χουρὶς τσιˬατούρ᾽ (= θὰ σὲ πάω στὸ μνῆμα, θὰ σὲ θάψω χωρὶς παππᾶ). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκούρα Ἀττικ. Ἤπ. (Ἄγναντ. Λάκκα Σούλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Γρεβεν.) Πελοπν. (Ἀργολ. Κορινθ. Λιγουρ. Γορτυν.) Στερελλ. (Παρνασσ. κ.ἀ.) Gούρα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Βουνὰ τῆς Γκούρας Εὔβ. (Γαλτσ.) Ἤπ. (Ἑλληνικ. Χουλιαρ. Μαζαρακ. Λάκκα Σούλ. (Φιλιᾶτ.) Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ. Φθιῶτ. Φωκ) Ποτάμι τῆς Γκούρας (ὁ Κελάδων) Ἀττικ. ᾽Σ τὴ Γκούρα Ρέμα Πελοπν. (Γορτυν.) Γκοῦρες Πελοπν. (Τριφυλ.) Τῆν. (Πύργ.) Γούρα Εὔβ. (Γαλτσ.), ἐπίσης Γκούρας ὡς ἐπών. πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/