ἀστένευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστένευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστένευτος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στενευτὸς < στενεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στενωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ στενωθῇ πολλαχ.: Ἀστένευτος δρόμος. Ἀστένευτο φόρεμα. 2) Μεταφ. ὁ οἰκονομικῶς ἀνεξάρτητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/