γκουργκουλιˬαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουργκουλιˬαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκουργκουλιˬαίνω Πελοπν. (Βλαχοκερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. ἀπροσ ρ. gurguleάdzα = βορβορύζω.
Σημασιολογία
1) Μεταβάλλομαι πρὸς τὸ μαλακώτερον ἐξ ἀποσυνθέσεως, σήψεως (ἐπὶ καρπῶν δένδρων καὶ φυτῶν, κυρίως νωπῶν): Ἡ μπατάκα γκουργκούλιˬανε ἀπὸ τὸ πολὺ νερό. μαύρισκι, εἶν᾽ γιˬὰ πέταμα (μπατάκα = πατάτα) Συνών. σαπίζω. 2) Μεταφ., ὑφίσταμαι διανοητικὴν κατάπτωσιν (κυρίως ἐπὶ γερόντων πασχόντων ἐξ ἀνοίας ἢ καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐπὶ διανοητικῆς συγχύσεως): Δὲν μπορ᾽ ᾽ὰ συνεννοηθῇς, γκουργκούλιˬανε τὸ μυˬαλό του (᾽ὰ = νά). Συνών. κλουβιˬαίνω, νερουλιˬάζω, οὐριˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA