ἀστεράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστεράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστεράδα ἡ, ἀμάρτ. ἀσταράδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστέρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι). Τὸ ἀσταράδα κατὰ προληπτικὴν ἀφομοίωσιν τοῦ ε.
Σημασιολογία
Τὸ ἑτερόχρωμον ἐν εἴδει ἀστέρος τρίχωμα τοῦ μετώπου, ἐπὶ αἰγῶν καὶ προβάτων: Ἄσπρο πρόβατο μὲ φυρρὴ ἀσταράδα. Συνών. ἀστέρας 3, ἀστέρι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA