βγάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βγάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βγάλλω, ἐγβάλλω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἐιβάλλω Πόντ. (Χαλδ.) γβάλλω Πόντ. (Οἰν.) ἐgουάddω Καλαβρ. gουάλλου Ἀπουλ. gουάddω Ἀπουλ. Καλαβρ. ᾿ουάλλω Ἀπουλ. ἐβγάλ-λω ’Ικαρ.Κάρπ. Μεγίστ. ἐβγάλλω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἱν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἐβgάλλω Χίος ἐβγάλ-λου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐβκάλ-λω Κύπρ. βγάλ-λω Κάρπ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. βγάλλω Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Καππ. Πόντ. (Ἀμισ.) Σίφν. κ.ἀ. βgάλλω Χίος Καππ. (Φάρασ.) βγάλλου Θρᾴκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) βγάλνω Καππ. βγάλνου Καππ. βγάρνω Κῶς κ.ἀ. βgάλ-λω Κύπρ. βκάλ-λω Κύπρ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. βκάλλω Χίος (Καρδάμ.) βγιάλ-λω Ρόδ. βιάλ-λω Ρόδ. βγιάλ-λdω Ρόδ. βgάλ-λdω Ρόδ. φκάλ-λdω Ἀστυπ. Ρόδ. ἠβκάλ-λω Κύπρ. ἀβκάλ-λω Κύπρ. βγέλλω Εὔβ. βγέλ-λου Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) βγέλλου Εὔβ (Αὐλωνάρ.) Μακεδ. (Βελβ.) Μέσ. βγάλκουμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Αόρ. ἔβγαλα κοιν. καὶ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) ἐξέγκα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Προστ. βγάλε κοιν. βγάλ’ κοιν. ἔβγαρ’ Κύπρ. βγάρτε Κύπρ.Μετοχ. βγαλμένος κοιν. βγαλιμένος Κεφαλλ. Πελοπν. (Σουδεν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ὄφ.) βγαλωμένος Κάσ. βγαλ-λdωμένος Ρόδ. βγαρμένος πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐβγάλλω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκβάλλω. Ὁ ἀορ ἔβγαλα εἶναι. κοινὸς τῶν ρημάτων βγάζω καὶ βγάνω. Ἡ προστ. βγάλ’ μόνον ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τῆς τριτοπροσώπου προσωπικῆς ἀντωνυμίας, οἷον: βγάλ’ τον–την-τους-τα. Εἰς τὴν μετοχὴν βγαλιμένος συνέβη ἀνάπτυξις φθόγγου συνοδίτου.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐκβάλλω, ἐξάγω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔβγαλα τὰ στρώματα ἔξω. Τὸν ἔβγαλα ἔξω ἀπ’ τὸ σπίτι. Ἔβγαλα τὸ δόντι μου. Ἔβγαλα αἷμα. Ἔσκαψα κ’ ἔβγαλα ἀπ’ τὴ γῆ μιˬὰ μεγάλη πέτρα κοιν. ᾿Εβγάλλ’ ἀτον ἔξ’ ἀσ' σ' ὁσπίτ’ Τραπ. Χαλδ. Gουάω τὸ παιδὶ ἀτ’ τὸ φρέα Καλαβρ. Τό δόντι μ’ λαΐσκεται, ἄμα ’κ’ ἐβγάλκεται (τὸ δόντι μου κινεῖται, ἀλλὰ δὲν ἐξάγεται) Τραπ. || Φρ. Μοῦ 'βγαλε τὸ φαεὶ ἀπ᾿ ’τὴ μύτι (διὰ τῶν πικρῶν λόγων του κατέστρεψε τὴν ἐκ τοῦ φαγητοῦ εὐχαρίστησίν μου). Μοῦ τό ’βγαλε ἀπ' τὴ μύτι ἢ μοῦ τό ’βγαλε ξινό (μετὰ τὴν παρασχεθεῖσαν εὐεργεσίαν, εὐχαρίστησιν κττ. μοῦ ἐπροξένησε μεγαλυτέραν δυσαρέσκειαν). Τὸν ἔβγαλα ἀπ᾿ τὴν καρδιˬά μου (ἔπαυσα νὰ τὸν ἀγαπῶ). Τὸν ἔβγαλα ἀπὸ δυσκολία ἢ ἀπὸ δὐσκολη θέσι (ἀπήλλαξα αὐτὸν δυσχεροῦς καταστάσεως). Ἔβγαλα τὰ συκώτιˬα μου-τ' ἄντερά μου (ἐπὶ ἰσχυροῦ ἐμετοῦ). Μοῦ ’βγαλε τὴν ψυχὴ καὶ συνεκδ. τὴν Παναγία-τὴν πίστι-τὸ Θεὸ (μὲ ταλαιπώρησε καθ’ ὑπερβολήν.) Μοῦ ’βγαλαν λᾴδι (μὲ συνεπίεοαν σφοδρῶς εἰς συνωστισμὸν πολλῶν ἀνθρώπων). Μοῦ ’βγαλαν τὸ λᾴδι (μὲ ἐξεμεταλλεύθησαν μέχρις ἀπογυμνώσεως ἢ μὲ κατετυράννησαν). Μ’ ἔβγαλε (μὲ ἐνήργησε ἐνν. τὸ καθαρτικόν). Ἔβγαλα τὸ ἄχτι μου (ἐξεδικήθην) κοιν. Ἔβγαλε βορεˬὰ-νοτιˬὰ κττ. (ἔπνευσε βόρειος, νότιος ἄνεμος) πολλαχ. Ἤβγαλα πέρδικες (κυνηγῶν εὑρῆκα πέρδικας νὰ φονεύσω) Νάξ. Βκάλ-λω μιλιˬὰ (ὁμιλῶ) Κύπρ. Βκάλ-λω τελάλην (ἀνακοινῶ δημοσίᾳ διὰ κήρυκος) Καρδάμ. Τοῦ τό ’βγαλα ἰκεῖνου ποῦ μοῦ ᾿καμι (τὸν ἐξεδικήθην) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀπ’ τὀν τράγο βγάλλει γάλα (ἐπὶ τοῦ ἱκανοῦ) Καλλίπ. || Παροιμ. φρ. Ἔβαλαν τὸν τρελλὸ νὰ βγάλῃ τὸ φίδι ἀπ᾿ τὴν τρῦπα (ἐπὶ ἀνοήτου ἀναλαμβάνοντος κατὰ προτροπὴν ἄλλων τὴν ἐκτέλεσιν ἐπικινδύνου πράξεως) κοιν. || Παροιμ. Τὸ γλυκὺν ἡ γλῶσσα ἐγάλλ’ τ᾿ ὀφίδ’ ἀσ’ σὸ τρυπὶν (ἡ γλυκεῖα γλῶσσα ἐκβάλλει τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρῦπα του, ἤτοι διὰ τῶν ἠπίων λόγων κατορθώνει τις περισσότερα παρὰ διὰ τῆς αὐστηρότητος) Χαλδ. || Αἴνιγμ. Σκίζω σκίζω τὸ δᾳδί, | βγάλλω νύφη καὶ γαμπρὸ πεθερά καὶ πεθερὸ (τὸ καρύδι) Καλλιπ. ᾎσμ. ’Σ τὸν Ἄδην τ’ ἂν μὲ βάλ-λουσι, πάλε φωνάξω θέλω, βγάρτε με ᾿ποὺ τὰ σκοτεινὰ τσαὶ τὸ πουλ-λίν μου θέλω Κύπρ.-Ποίημ. Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμἑνη | τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερὰ καὶ σὰν πρῶτ᾿ ἀνδρειωμἐνη, | χαῖρε, ὦ χαῖρε, ἐλευθεριά! ΔΣολωμ. 1. Καὶ μετ’ αἰτιατικῆς ἁπλῆς ἢ ἐμπροθέτου μετὰ τοῦ (εἵ)ς πρὸς δήλωσιν τοῦ σκοποῦ ἢ τοῦ τέρματος τῆς κινήσεως κοιν.: Ἔβγαλα τὸ παιδὶ περίπατο. Ἔβγαλα τὸ στρῶμα 'ς τὸν ἥλιˬο-’ς τὸ παράθυρο. Ἔβγαλε τὸ καράβι ᾿ς τὸ πέλαγος (ἐνν. ἀπὸ τὸ λιμάνι) κοιν. || Φρ. Τοῦ ἔβγαλαν τ’ ἄπλυτα ᾽ς τὰ φόρα ἣ τὸν ἔβγαλαν ’ς τὰ φόρα (ἀπεκάλυψαν ἀξιομεπτον ἢ αἰσχρὰν πρᾶξίν του). Τὸν ἔβγαλε ’ς τὸ δρόμο (τὸν ἀπεδίωξεν ἐκ τῆς οἰκογενειακῆς ἑστίας). Τό ’βγαλαν ’ς τὸ σφυρὶ τὸ σπίτι-τὸ χωράφι κττ. (τὸ ἐξέθεσαν εὶς πώλησιν διὰ δημοπρασίας) κοιν. Τὸν ἔβγαλαν ᾿ς τὸ γαιδουρο-πάζαρο (τὸν διεπόμπευσαν) Λεξ. Δημητρ. Τά ’βγαλα ’ς τ’ν ἄκρ’ (τὰ ἐτελείωσα) Στερελλ. (Αἰτωλ) Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. ΚΔ (Μᾶρκ. 1, 12) «καὶ εὐθὺς τὸ πνεῦμα ἐκβάλλει αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον». β) Ἀντλῶ κοιν.: Ἔβγαλα νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι. γ) Σύρω ἔξω, ἐξέλκω κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.): Ἔβγαλαν ἔξω τὸ καΐκι κοιν. Τὸ καΐκια εἶναι βγαλιμένα ’ς τὸν ἄμμο Ὄφ. δ) Ἀνασπῶ κοιν.: Ἔβγαλε ἀπ᾿ τὴ μέση του μαχαίρι καὶ τὸν πλήγωσε κοιν. || Φρ. Βκάλ-λω ξυλεὰν (καταφέρω χτύπημα, ἐκ μεταφορᾶς τῆς ἀνασπωμένης πρὸς πλὴγμα μαχαίρας) Κύπρ. || ᾌσμ. Βγάλ-λει τὸ μαχαιράκιν του ἀπ’ τ’ ἀργυρὸ φηκάρι Ρόδ. Χρυσὸ λαζάτσιν ἕβγελ-λε ἀπ᾽ ἀργυρὸ φηκάρι, ᾿ς τὸν οὐρανὸ τὸ πέταξε καὶ ’ς τὴν καρδιˬά του φτάν-νει Κύμ. ε) Ἀποσπῶ κοιν.: Ἔβγαλα τὸ καρφὶ ἀπ᾿ τὸ σανιδι Ἔβγαλε λίγες τρίχες ἀπ᾿ τὸ κεφάλι της καὶ τοῦ 'δωσε γιὰ ἐνθύμιο. ς) ᾿Εξορύσσω κοιν: Τοῦ ’δωσε μιˬὰ μὲ τὸ πιρούνι καὶ τοῦ ’βγαλε τὸ μάτι κοιν. || Φρ. Τοῦ ’βγαλε τὰ μάτιˬα (τὸ κατέστησεν ἄχρηστον, τὸ κατέστρεψε). Βγάλτε τὰ μάτιˬα σας (λύσατε μόνοι σας τὴν διαφοράν σας, λέγεται περιφρονητικῶς). Ἔβγαλα τὰ μάτιˬα μου ὥσπου νὰ τελει͜ώσω τὸ κέντημα–νὰ διαβάσω τὸ γράμμα του κττ. (κατεπόνὴσα τὴν ὅρασίν μου). Θὰ βγάλουν τὰ μάτιˬα τους (ἐπὶ τῶν ἐχθρικῶς συμπλεκομένων, θὰ τραυματισθοῦν ἀμοιβαίως). Ἔβγαλαν τὰ μάτιˬα τους (συνουσιάσθησαν παρανόμως) κοιν. Τί σ’ ἔβγαλι τὰ μάτιˬα; (τί κακὸν σοῦ ἔκαμε;) Μακεδ. (Βλάστ) Τὄβγαλι τὰ μάτιˬα (τὸ παράκαμε) αὐτοῦ || Παροιμ. Κόρακας κοράκου μάτιν δὲν ἐβγάλ-λει (ἐπὶ φαύλων μὴ βλαπτόντων ἀλλήλους) Μεγίστ. ζ) Ὀρύσσω, σκάπτω Κύπρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔβκαλαν τάφον Κύπρ. ΙΙ Παροιμ φρ. Αὐλάκ’ ‘κ’, έπορεῖ νἀ ἐβγάλλ’ ἢ ἀπλῶς αὐλάκ’ ’κ’ ἐβγάλλ’ (εἴναι ἀνίκανος) Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. Ἀνάθ-θεμαν τήν θάλασσαν βαθκε͜ιά ποῦ τὴν ἐβκάλαν, στέκουμαι διˬαλογίζουμαι τὸ χῶμαν νποῦ τὸ βάλαν; Κύπρ. ι) Ἀναβρύω κοιν.: Ὁ τόπος ἔβγαλε νερὸ κοιν. Λιβαδερὰ λέμε τὰ χωράφια ποῦ βγέλλουνε νερὸ Κύμ. Θ) Ἐκβάλλω ἔξω, προεκβάλλω κοιν.: Ἐβγαλε τὸ κεφάλι του ἀπ’ τὸ παράθυρο νὰ δῇ ᾿ς τὸ δρόμο. ι) Ἀνεγείρω, ἀνυψώνω Μακεδ. (Βλάστ.): Φρ. Βγάνου κιφά’ (ἀντιλέγω). ια) Ἐκκολάπτω κοιν.: Ἡ κλῶσσα ἔβγαλε τὰ πουλλιˬά της κοιν. || Παροιμ. Πῆγε κ᾿ ἔβγαλε πουλλιˬά (ἐπὶ τοῦ βραδὺνοντος νὰ ἐπιστρέψῃ, συνών. παροιμ. πῆγε γιˬὰ μαμμή καὶ κάθισε λεχῶνα) πολλαχ. ιβ) Γεννῶ Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Μιˬὰ μάννα μᾶς ἔβγαλε Καλάβρυτ. Εἴμαστε ἀπὸ μιˬὰ κοιλιˬὰ βγαρμένοι Κρήτ. ιν) Ἀφαιρῶ, ἀποβάλλω κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εφαγε τὸ μῆλο χωρὶς νὰ βγάλῃ τὴ φλούδα κοιν. ᾿Εξέγκεν τοῦ ξυλί’ τὸ λέπ' (ἀπέσπασε τὸν φλοιὸν τοῦ ξύλου) Τραπ. || Φρ. Βγάλε τη σκούφιˬα σου καὶ χτύπα με (ἐπὶ τοῦ ψέγοντος ἀλλον δι' ἐλάττωμα τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸς ἔχει) κοιν. Τοῦ ’βγαλε τὸ τομάρι (ἐπὶ τοκογλύφου ἢ αἰσχροκερδοῦς). Τοῦ ’βγαλε μιˬὰ λουρίδα ἀπ᾿ τὴ ράχι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. || Παροιμ. φρ. Ἀσ’ σὸν ἀβράκωτον βρακὶν ἐβγάλλ’ (ἐπὶ τοῦ ἱκανοῦ) Σάντ. 2) ’Εξαρθρῶ, στρεβλῶ κοιν.: Ἔπεσα κ᾿ ἕβγαλα τὸ χέρι μου κοιν. || Φρ. Ἔβγαλα τὸ λαρύγγι μου νὰ φωνάζω (ἀπέκαμα φωνάζων). Βγάλε τὸ λαιμό σου (ἀγωνίζου μόνος, ἐγκαταλελειμμένος) κοιν. Τοῦ 'βγαλε τὰ πόδιˬα (τὸν κατεπόνησεν ἔν πεζοπορίᾳ). Ἄς βγάλῃ τὸ σβέρκο του (ἂς πάθῃ μόνος του τὰ ἐπακόλουθα τῆς ἀσυνέτου πράξεώς του). 3) Παραθέτω κοιν.: Μᾶς ἔβγαλε τὸ δεῖνα φαεῖ-τσάι μὲ πολλὰ βουτήματα κττ. β) Προσφέρω κοιν.: Μᾶς ἔβγαλε γλυκὸ-καφὲ κττ. 4) Ἐξάγω οἰνοπνευματῶδες ποτόν, ἀποστάζω κοιν.: Ἔβγαλοι ρακὶ πρώτης. 5) ’Εξαλείφω κοιν.: Ἔβγαλα τὴ λᾳδιˬὰ-τὴ λέρα-τὴ μουντζούρα κττ. 6) ᾽Εκφέρω πρὸς κηδείαν κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἔβγαλαν τὸ νεκρὸ κοιν. Βγάλ-λουν τον (τὸν νεκρὸν) Σύμ. 7) Διαβιβάζω, διαπερῶ κοιν.: Μᾶς ἔβγαλε ὁ βαρκάρις πέρα κοιν. || Φρ. Τά ’βγαλα πέρα (τὰ κατάφερα) κοιν. Τὰ βγέλλου πέρα (ἐπαρκῶ οἰκονομικῶς) Αὐλωνάρ. Τά ’βγαλε τὸ δεῖνα πρᾶμα (ἐπέτυχε) Κύθν. 8) Ἀναδίδω, φύω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔβρεξε καλὰ κ᾽ ἔβγαλε ἡ γῆ πολὺ χορτάρι. Τὸ παιδάκι ἔβγαλ’ ἔνα δοντάκι. Ἔχει βγάλει ἢ ἔχει βγαλμένη τὴ βλογιὰ κοιν. Τὸ μωρὸν ἐρχίνεσεν κ᾿ ἐβγάλλ’ δόντα (ἤρχισε νὰ βγάλλῃ δόντια) ἢ ἐξέγκεν δόντ (ἔβγαλε δ.) Χαλδ. ᾿Εβγάλλω γεράν Τραπ || Φρ. Ἄς βγάλῃ τοὶς μαῦρες! (ἀρά. ἐρρέτω, ἂς πάῃ ᾿ς τὸ διαβολο!) Σκίαθ. β) Γεννῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Τὸ μελεασίδ' ἐξέγκεν δονάρ’. 9) Ἀποδίδω, παράγω κοιν.: Τ’ ἀμπέλια δὲν ἔβγαλαν πολὺ σταφύλι. Τὸ χωράφι ἔβγαλε πολὺ σιτάρι κοιν. β) Ἀναδίδω, ἐκπέμπω κοιν.: Σήκωσε πολὺ τὸ φιτίλι τῆς λάμπας κ᾿ ἔβγαλε καπνὸ 10) Κάμνω μὲ καθαρὸ νερὸ τὴν τελευταίαν πλύσιν, ἀποπλύνω: Ἔβγαλα τὰ ροῦχα κοιν. Ἤβγαλες τὰ ροῦχα; -Ναί, βγαλιμένα τά ’χω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. ξεβγάζω. Β) Μεταφ. 1) Ἀπολύω, ἀποβάλλω τινὰ ἀπὸ ὑπηρεσίαν ἢ ἀξίωμά τι κοιν.: Τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ δάσκαλο-ἀπὸ διευθυντή-ἀπὸ πρόεδρο κττ. Τὸν ἔβγαλαν ἀπ᾿ τὴ θέσι του καὶ λέει τὸ ψωμὶ ψωμάκι. (ὑποφέρει πεινῶν). β) Ἀποκλείω, ἐκδιώκω κοιν.: Τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ γυμνάσιο-τὸ σχολεῖο κττ. γιˬατὶ ἦταν κακὸς μαθητής. Τὸν δεῖνα βασιλεὰ τὸν ἔβγαλαν ἀπ’ τὸ δρόνο. γ) Προξενῶ εἴς τινα τὸν θάνατον, θανατώνω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἤβγαλέ τονε ἡ ἰδέα (ἡ ἰδέα, ἡ σκέψις πράγματός τινος τὸν ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὴν ζωὴν) Ἀπύρανθ. Ἡ πολλὴ δουλε͜ιὰ θὰ σὲ βγάλῃ ἐσένα αὐτόθ. 2) Ἀπομακρύνω κοιν.: Το’ν’βγαλε ἀποκοντά της τὸ παιδί, γιατὶ τὴν πείραζε κοιν. || Φρ. Τὸν ἐβγάλ-λω ἀουμπρὸς (τὸν ξεκάνω) Κάρπ. β) Ἀπαλλάσσω κοιν.: Τὸν βγάλαμε ἀπὸ τόσες σκοτοῦρες καὶ πάλι δὲν εἶναι φχαριστημένος. 3) Ἐξοφλῶ κοιν.: Ὕστερ’ ἀπὸ κόπους πολλοὺς ἔβγαλα τὸ χρέος κοιν. || ᾎσμ. Ἀνθρώπων πρέπει καὶ τὸ χρεˬὸς ποῦ ξέρουν νὰ τὸ βγάλ-λουν Νίσυρ. 4) Γεννῶ, δημιουργῶ κοιν.: Μᾶς ἔβγαλε ᾿ς τὴ μέση ἐμπόδια. || Φρ. Ἔβγαλαν μόδα (νέον τρόπον ἀμφιέσεως καὶ μεταφ. νέον τρόπον συμπεριφορᾶς). 5) Ἀναδεικνύω κοιν.: Ὁ δεῖνα δάσκαλος ἔβγαλε καλοὺς μαθητές. 6) Διὰ κλήρου ὁρίζω, κληρώνω Πελοπν (Μὰν.): ᾎσμ. Σαράντα πέντε σερνικοὶ ἐβγάλασι ἕνα βγαλτὸ (μοιρολ.) β) Ἐκλέγω κοιν.: Τὸν ἔβγαλαν δήμαρχο-πρόεδρο τῆς κοινότητος κττ. 7) ᾿Αποκαλύπτω, φανερώνω κοιν.: Φρ. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ βγάλῃ ψεύτη! (εἴθε νὰ μὴ συμβῇ τὸ κακὸν περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλῶ α) Τὸν ἔβγαλα ψεύτη (τὸν ἀπέδειξα ψευδόμενον ἢ τὸν διέψευσα) κοιν. 8) Ἀφαιρῶ κοιν.: Βγάλ’ ἐκεῖνα ποῦ σοῦ μέτρησα νὰ ἰδοῦμε τί ἀκόμη σοῦ χρωστῶ. β) Ἐξαιρῶ κοιν.: Μ’ ἔβγαλαν ἐμένα ἀπ᾿ τὴ μοιρασιˬά. 9) Κερδίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δούλεψα τόσο καιρὸ καὶ δὲν ἔβγαλα πολλὰ πράματα. Δουλεύουμε μέρα νύχτα γιˬὰ νὰ βγάλουμε τὸ ψωμί μας κοιν. Βκάλ-λω τὸ ψωμίν μου Κύπρ. Πολλὰ γορόα ἐξέγκεν ἀσ’ σ’ ἀλογοῦ τη ράσαν (πολλὰ γρόσια κέρδισε ἀπὸ τὴν ράχιν τοῦ ἀλόγου) Χαλδ. || Παροιμ. Τὸ καλὸ τ᾿ ἄλογο βιˬάλ-λει τὸ κριθάρι του (ἀποδίδει διὰ τῆς ἐργασίας του τόσα ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν συντήρησιν του) Ρόδ. || Παροιμ. Ὅ,τι βγάλαμε ’ς τὰ ξένα, | ’ς τὰ βιˬολιˬὰ καὶ ’ς τὴν ταβέρνα (ἐπὶ τοῦ σπαταλῶντος ἀνοήτως τὴν μετὰ κόπου ἀποκτηuεῖσαν εἰς τὰ ξένα περιουσίαν) Αἴγιν. β) Ὠφελοῦμαι κοιν.: Δὲν ἔβγαλα τίποτε ἀπὸ τόσους κόπους. γ) Ἐπιτυγχάνω Λέσβ. Ὅ,τ’ βγάλου καλῶς βγαλμένου. 10) Νικῶ ἐν παιδιᾷ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τὸν ἤβγαλα. 11) Ἀποχωρίζω τι ἐκ τοῦ εἰς μέρη κατανεμομένου γενικοῦ συνόλου κοιν.: Μοῦ ᾿βγάλαν κ’ ἐμένα μερτικό. 12) Εὑρίσκω τι δι᾽ ἀριθμητικῆς πράξεως, συνάγω λογιστικῶς κοιν.: Μὲ τὸ δικό του λογαριασμὸ τά ’βγαλε λιγώτερα. β) ᾽Εξάγω συμπέρασμα, εἰκάζω κοιν.: Δὲν ἔβγαλα τίποτα ἀπ’ ὅσα μοῦ εἶπε. 13) Ὁδηγῶ φέρω κοιν.: Ὁ δρόμος–τὸ μονοπάτι μᾶς ἔβγαλε σὲ μιˬὰ ραχούλλα-’ς ἕνα ἐρημοκκλησάκι-’ς τὴν πόρτα τοῦ κάστρου κττ. κοιν. || Φρ. Ὁ Θεὸς νὰ τὸ βγάλῃ σὲ καλό! (εὐχὴ πρὸς ἐπιτυχίαν ἔργου τινὸς) κοιν. Ὅπου τὸ βγάλ’ ἡ ἄκρη (ἐπὶ ἐνεργείας ἀβεβαίου ἐκβάσεως) πολλαχ. Τά ’βγαλα τὰ πράματα (τὰ διεχείμασα τὰ ζῷα) Στερελλ (Αἰτωλ) β) Προπέμπω, συνοδεύω κοιν.: Φεύγοντας ἀπ᾿ τὸ σπίτι του μ᾽ ἔβγαλε ὥς τὴν ἕξώπορτα. 14) Ἀναβιβάζω Κρήτ Πελοπν. (Σουδεν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐβγάλλω τὰ κοκκία ἀπάν’ς’ σὸ δῶμαν νὰ ξεραίν’ταν (νὰ ξεραθοῦν) Χαλδ. Ἔβγαλα τὸ ’μιγόμι ἀπάνω Κρήτ. Εἶναι βγαλιμένοι ’πάνου Σουδεν. ᾽Εξέγκεν ἀτον ἀπάν’ ’ς σὴν πέτραν Τραπ. || Φρ. ᾽Εξέγκεν ἀτον ἀπάν’ (τὸν ὑπεστήριξε καὶ τὸν ἀνέδειξε) Τραπ. Ὁ δσκαλον ἐξέγκεν ἀτον ἀπάν’ (ὁ δάσκαλος τὸν προήγαγεν εἰς τὴν ἀνωτέραν τάξιν, τὸν ἐπροβίβασεν) αὐτόθ. || ᾎσμ. Μὲ βιˬάσι τόνε βγάλανε ’ς τ’ ἄλογό του μεγάλη μὰ δὲ bορεῖ νὰ βασταχτῇ καὶ ξαναπέφτει πάλι Κρήτ. 15) Διαπερῶ, διέρχομαι α) Τοπικῶς κοιν.: Λαχάνιˬασα, μὰ τὸν ἔβγαλα τὸν ἀνήφορο. β) Χρονικῶς κοιν.: Τὸν βγάλαμε τὸ Γενάρι–τὸ Φλεβάρι-τὸ χειμῶνα κττ. κοιν.: Gουάddω τὴ χειμωνία (τὸν χειμῶνα) Καλαβρ. || Φρ. Ἤβγαλα τὴ bόρα (διῆλθον τὴν θύελλαν κἄπου χωρὶς νὰ μὲ προσβάλῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 16) Ἀποπερατώνω κοιν.: Ὁ γιός μου ἔβγαλε τὸ γυμνάσιο καὶ πάει ’ς τὸ πανεπιστήμιο. 17) Φέρω εἰς πέρας, ἐκτελῶ, συντελῶ κοιν.: Εἶχε βιὰ νὰ βγάλῃ τὸν ἀργαλε͜ιὸ Ἤπ. Ὅπως ὅπως τό ’βγαλε τὸ ταξίδι Ὕδρ. || Φρ. Ἔβγαλε δουλε͜ιὰ (συνετέλεσε πολλὴν ἐργασίαν) κοιν. Ἔβγαλε ’ς τὴν πλάνη τόσα κομμάτια (κατειργάσθη διὰ τῆς πλάνης) Προπ. β) Τελειώνω Πόντ (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εξέγκα τὸ χαρτὶν (τὸ βιβλίον). 18) ᾽Εκδίδω, δημοσιεύω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ.: Ἔβγαλε βιβλίο-περιοδικὸ κττ. κοιν. β) Κοινοποιῶ κοιν.: Ἔβγαλαν διαταγὴ κοιν. || ᾎσμ. Τσαὶ θενὰ βγάλω κάλεσμα μὲ τὴν κααλ-λαρία ποῦ θὰ ’αστᾷ ἡ ἄκρα τως πέρα ’ς τὴν Παναγία Κάρπ. γ) Διαδίδω πολλαχ.: Φρ. Τοῦ ἔβγαλαν ἀβανιˬὰ (τὸν ἐσυκοφάντησαν). δ) Λαμβάνω ἀπὸ ἀρχὴν ἢ ὑπηρεσίαν ἔγγραφον πρὸς ἐνέργειαν πράξεώς τινος κοιν.: Ἔβγαλα τὴν ἄδεια τοῦ γάμου-εἰσιτήριο γιˬὰ ταξίδι κττ. 19) Συνθέτω καὶ κοινοποιῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Τοῦ ’βγαλαν τραγούδι (ἔκαναν δι’ αὐτὸν τραγούδι ἐπαινετικὸν ἤ σκωπτικὸν) κοιν. Gουάddω τραβούδιˬα Καλαβρ. || ᾎσμ. ᾿Εγὼ γιὰ τὴν τρυγόνα μου θ᾿ ἐβγάλλω τραγῳδίαν Χαλδ. 20) Κοινολογῶ, διαθρυλῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Ἔβγαλε ὄνομα μὲ τὴν παλληκαριˬά του (διεθρυλήθη, ἔγινε ξακουστὸς). Τό κορίτσι ἔβγαλε ὄνομα (διεφημίσθη διὰ τὰς ἀρετάς του). Τὸ κρασὶ ἔβγαλε ὄνομα (ἔγινε πασίγνωστον διὰ τὴν καλὴν ποιότητά του) κοιν. Ἐβγάλλω ὄνομαν Τραπ. Χαλδ. β) Μετοχ. βγαρμένος ὁ ἀποδεδειγμένης ποιότητος Κρήτ.: Βγαρμένος τσιφτὲς (δίκανον ὅπλον). γ) Δυσφημῶ κοιν.: Ἔβγαλαν τ’ ὄνομα τοῦ κοριτσιοῦ Εἶναι βγαλμένο τ’ ὄνομά του. Μετοχ. βγαρμένη=ἡ κακῆς διαγωγῆς, ἐπὶ γυναικὸς Κρήτ. δ) Διαδίδω τι ψευδῶς, συκοφαντῶ Κρήτ. Μύκ. Νίσυρ. Ἠταν ἕνας κοdὸς τσ᾽ ἐπήρενε μιὰ γυναῖκα πολὺ ὄμορφ’ τσαὶ τὀν κατατρέξανε νὰ τοῦ πάρου τὴ γυναῖκα τσαί τοῦ βγάλανε χρέος δέκα χιλιάδες δραχμὲς (ἐκ παραμυθ.) Μύκ. || ᾎσμ. Ἐβγάλαν τον πῶς χρεουστᾷ δέκα χιλιˬάδες γρόσιˬα Νίσυρ. 21) Δίδω ὄνομα κατὰ τὴν βάπτισιν, ὀνομάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Παροιμ. Ἀκόμη δὲν τὸν εἴδαμε | καὶ Γιˬάννη τὀν ἐβγάλαμε (ἐπὶ τοῦ προεικάζοντος ὡς βέβαιον μέλλον πρᾶγμα ἀπίθανον) κοιν. β) Δίδω εἴς τινα παρωνύμιον, παρονομάζω κοιν.: Τὸν ἔβγαλαν Καμπούρη–Κοιλαρᾶ κττ. 22) Κατορθώνω νὰ ἀναγνώσω τι, ἐπὶ γραφῆς κοιν.: Εἶδα κ’ ἔπαθα νὰ βγάλω τὸ γράμμα του. 23) Ἀμτβ. ἐπαρκῶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.): Δὲ βγέλλουνε τὰ λεφτά. Πβ. βγάζω, βγαίνω, βγάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/