ἀστέρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀστέρας ὁ, Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾷκ. (Σαρεκκλ.) Ἰθάκ. Ἰκαρ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Πάγγ.) Πελοπν. (Λάκων.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τῆν. - ΑΠαπαδιαμ. Πρωτοχρ. διηγ. 33 - Λεξ. Ψύλλ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀστέρας Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἀνδρων. Κύμ.) Ἤπ. Ἰκαρ. Κέως - Λεξ. Πρω. ἄστιρας Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀστέρα ἡ, Καππ. (Ἀξ. Σίλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀστήρ.

Σημασιολογία

1)Ἄστρον Ζάκ. Ἤπ. Ἰκαρ. Καππ. (᾿Αξ. Σίλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Πάγγ.) Πελοπν. (Λακων.) Λεξ. Ψύλλ. Μπριγκ. Πρω.: Ἀστέρα, ἥλιˬε μελανὲ (ἐπῳδ.) Ζάκ. || ᾎσμ. Ἱφτὰ λόγιˬα θέλ’ νὰ πῶ, | ἱφτὰ ἀστέρις τ᾿ οὐρανοῦ Πάγγ. β) Ὁ πρωινὸς ἀστήρ, ὁ ἑωσφόρος Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἀνδρων. Κύμ.) Κέως Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) – ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Κοντεύει νὰ φέξῃ, ὁ ἀστέρας θὰ βγῇ ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.: Βγῆκε - ἔσκασε ὁ ἀστέρας Κέως Βγῆ' οὑ ἀστέρας Σάμ. Ξετσινήκαμε μόλις ἦβγε ὁ ἄστερας Ἀνδρων. Ἄστερα, πρωτοάστερα, πέρνα τὸ δόντι, πέρνα το! (ἐπῳδ. εἰς τὸν ὀδοντόπονον) Αἰδηψ. Ἄστερα ἀνεμοάστερα, | ἄστερα βροντοάστερα ἔβγα πῦρ, ἔμπα δρόσο (ἐπῳδ. εἰς κλαίοντα παιδία) αὐτόθ. Συνών. ἀστέρι 1γ, ἀστέρινος 7, αὐγερινός͵ αὐγίτης. 2) Ἀστροειδὲς κόσμημα ἐπὶ τῆς ἐπωμίδος τῶν ἀξιωματικῶν δηλωτικὸν τοῦ βαθμοῦ των, εἰς τὴν στρατιωτικὴν γλῶσσαν πολλαχ. Συνών. ἀστέρι 3. 3) Ἀστροειδὲς στίγμα λευκὸν ἐπὶ τοῦ μετώπου ζῴου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀστεράδα, ἀστέρι 2. 4) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀστέρας τῆς θάλασσας, ζῳόφυτον θαλάσσιον ἀκτινωτὸν Ἰθάκ. Κεφαλλ. Συνών. σταυρός. 5) Κηλὶς λιπαρὰ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὕδατος Τῆν. Συνών. ἀστέρι 5. 6) Ὁ πολικὸς ἀστὴρ Ἰκαρ. 7) Πρόσκαιρος μανία ἐπερχομένη ἐνίοτε εὶς παιδία ἐξ ἐπηρείας ὡς πιστεύεται τοῦ κυριαρχήσαντος κατὰ τὴν γέννησιν αὐτῶν ἀστέρος Θήρ.: Ἀφῆστε τὸνε, γιˬατὶ τώρα δὰ εἶναι ’ς τὸν ἀστέρα του (πβ. συγγενῆ φρ. εἶναι ’ς τὰ φεγγάριˬα του). Συνών. ἀστερικὸ 2, ἀστρικό 8) Περίαπτον περιέχον τεμάχιον χάρτου ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἴναι γεγραμμένη ἡ εὐχὴ «πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἀποδίωξον» καὶ φερόμενον ἐπὶ τοῦ στήθους ὑπὸ καχεκτικῶν παιδίων Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) - Λεξ. Δημητρ. 9) Ἐπιθετικ., ἔξοχος, ὑπέροχος ὅλων Λεξ. Δημητρ.: Αὐτὸς ὁ ἱεροκήρυκας εἶναι ἀστέρας. Συνών. φωστῆρας. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀστέρα ἡ, καὶ ὡς κύριον ὄν. γυναικὸς Ἰων. (Σόκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/