ἀστέρευτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέρευτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀστέρευτα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀστείρευτα λόγ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀστέρευτος.

Σημασιολογία

Ἄνευ ἐξαντλήσεως, ἀενάως: Τρέχουν οἱ βρύσες ἀστέρευτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/