γραβατώνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραβατώνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραβατώνομαι πολλαχ. γραβατώνουμαι Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. Τριφυλ.) γραβατώνουμι πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γραβάτα.

Σημασιολογία

Φέρω γραβάτα ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι γραβατωμένος σὰ γαbρὸς ὁ γιˬὸς τ᾽ς Ἀρετούλας τσῆ Φιλώλαινας Πελοπν. (Γαργαλ.) Τί μ᾽ γραβατώθ᾽κις ἔτσ᾽ σήμιρα; Ἤπ. (Κουκούλ) Τοὺν εἶδα γραβατουμένουν σήμιρα κι μ᾽ φά᾽κι ἀλλο͜ιώτ᾽κους αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/