ἀπανωλᾳδιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωλᾳδιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπανωλᾳδιˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀπανουλᾳδιˬὰ Πελοπν. (Λακων.) ἀπανωλᾳδέα Κύθηρ. ’πανωλᾳδιˬὰ Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. λᾳδιˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐπιπολάζον ἐπὶ ἐπιφανείας ὑγροῦ ἔλαιον ἢ ἄλλο λιπῶδες ρευστὸν Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.): Φρ. Μοῦ πῆρες τὴν ἀπανωλᾳδέα (τὸ ἐκλεκτότερον μέρος τοῦ φαγητοῦ) Κύθηρ. || Παροιμ. φρ. Βρέθηκε ἢ βγῆκε ἀπανωλᾳδιˬὰ (ἐπὶ τοῦ κατορθοῦντος νὰ ἀποκρύπτῃ τὴν ἐνοχήν του. Συνών. φρ. βρέθηκε ἢ βγῆκε λᾴδι) Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. κ.ἀ. 2) Καλὴ ἐσοδεία ἐλαίου Πελοπν. (Λάκων): Φέτο ἔχουμε ἀπανουλᾳδιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA