γραβούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραβούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραβούλι τό, ἀμάρτ. γραβού᾽ Σάμ. κραβούλι Θρᾷκ. (Καδίκ.) χραbούλι Θρᾴκ. (Τσακίλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ γράβαλο (Ι) ὡς ὑποκορ.

Σημασιολογία

Γράβαλο (Ι) 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/