γραβούτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραβούτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραβούτι τό, Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων.
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρσ. τῶν οὐσ. γράβα καὶ *βούτι. Πβ. μακροβούτι, κολοβούτι.
Σημασιολογία
Σπήλαιον ἐντὸς τῆς θαλάσσης ἔνθ᾽ ἀν.; Διˬαολεμένο ψάρι αὐτὸ τὸ σπαράκι! Ὅλο τρυπώνει ᾽ς τὰ γραβούτιˬα Ἐρεικ. Ὁ Τζώρτζης τοῦ Ρομπολὲ μέσα σ᾽ ἕνα γραβούτι εὑρῆκε κιˬαμέτι στρουδόπ᾽λα (κιˬαμέτι = ἀφθονία, στρουδόπ᾽λα = μικρὰ στρείδια) αὐτόθ. Σὲ αὐτὸ τὸ γραβούτι τσῆ θάλασσας ἤθελα νά ᾽ξερα πόσα ψάριˬα θά ᾽χουνε γραβώσει αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραβούτι Κέρκ. (Κασσιόπ Σιναρᾶδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA