γκουτσινάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουτσινάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκουτσινάκι τό, ἐνιαχ. gουτσινάκι Ἐρεικ. Μαθράκ. ᾽Οθων. Παξ. gουτζινάκι Μαθράκ. γκ᾽τζουνά᾽ Α. Ρουμελ. (Μικρὸ Μοναστήρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γκουτσίνι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κουτσίνι, γκουτσούνι, κουτσούνι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς χοῖρος. Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Συνών. βλ. εἰς λ. γκουτσινούλι. 2) Εἶδος θαλασσίου κογχυλίου, ἡ χοιρίνη τῶν ἀρχαίων Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. 3) Εἶδος χονδρῆς ἀπτέρου ἀκρίδος Α. Ρουμελ. (Μικρὸ Μοναστήρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA