βγάλμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βγάλμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βγάλμα τό, ἐβγαλμα Καππ. (Σινασσ.) Κύθν. Πελοπν. (Αἴγ.) Πόντ. (Κοτύωρ.Ὄφ.) κ.ἀ.-ΠΓεννάδ. 336 καὶ 368-Λεξ. Περίδ. ἔβγαλμαν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ Τραπ. Χαλδ.) ἔβγαρμα Θρᾴκ. (Αἶν.)Μεγίστ. Πελοπν. (Μάν.) Σέριφ. Σιφν Χίος κ.ἀ. ἕβgαρμα Χίος ἔβκαρμαν Κῦπρ. βγάλμα Ἤπ. Νάξ. Στερελλ. (᾿Αράχ.) Σῦρ (Ἐρμούπ.) κ.ἀ. βγάλμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) βγάλιμα Νάξ. (᾿Απύρανθ. Κορων.) βγάρμα Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. βgάρμα Κῶς κ.ἀ. βκάρμαν Κύπρ. gουάμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.) gουέμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βγάλλω. Εἰς τὸ βγάλιμα ἀνάπτυξις συνοδίτου φθόγγου. Πβ. καὶ βγαλμὸς-βγαλιμός, βγαλτικὸς-βγαλιτικός, βγαλτὸς-βγαλιτός.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκβολή, ἑξαγωγὴ ἕνθ’ ἀν.: Θέλει βγάρμα τὸ δόντι Κρήτ. Δοντί’ ἕβγαλμαν Κοτύωρ. Χαλδ. Θέλουν ἔβγαρμα οί φασολεˬὲς Σέριφ. β) Μεταφ. ἀποπομπή, ἀποδίωξις Καλαβρ. (Μπόβ) 2) Πληθ., τὰ πρὸς ἐκρίζωσιν πράγματός τινος ἔξοδα Νάξ.: Πλερώνω τὰ βγάλματα τῶν φασολεˬῶν. 3) Ἐκχέρσωσις τόπου τινὸς Ἤπ. β) Τόπος ἐκχερσωθεὶς Ἤπ. 4) ᾿Εξοδος Καλαβρ. (Μπόβ.) Κῶς Μεγίστ. Σίφν. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. β) Τὸ μέρος ὅπου ἐξέρχεται τις Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν.: Δὲν ἔχουν ἄλλο σπίτι νὰ πααίνουσι, dὸ βγάρμα dων εἶν’ ἐπὰ (Ἀπύρανθ.) 5) Ἀνατολὴ Καλαβρ. (Μπόβ) Κέρκ. Κρήτ. Κύθν. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ) Σίφν. Χίος κ.ἀ.: Πρὶν τὸ ἔβγαλμα τοῦ ἡλίου Αἴγ. ’Σ τὸ ἔβγαρμα τοῦ ἥλιˬου Χίος. ’Σ τὰ βγαλίματα τοῦ νήλιου Ἀπύρανθ. β) Τὸ σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος ὅθεν ἀνατέλλει. ὁ ἥλιος Θρᾴκ. (Αἶν.) 6) ’Εξάρθρωσις, στρεβλωσις Θρᾴκ. (Αἶν) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Βλαστ.: Ἔχω βγάλμα Ἀράχ. Τῆ ερί τ’ ἔβγαλμαν (τοῦ χεριοῦ τὸ βγάλσιμο) Χαλδ. 7) ᾿Εκφυμα, ἐξάνθημα, δοθιὴν Καππ. (Σινασσ.) Χίος. Συνών. ἀγαθό 1, ἀπόστημα 1, βγάλσιμο 7, βγαλτικό (ἰδ. βγαλτικὸς 3), βγαλτὸ (ἰδ. βγαλτὸς 7)͵βγαντὸ (ἰδ. βγαντὸς), βγατὸ (ἰδ. *βγατὸς 2), καλόγερος, πόνεμα, σπυρί. 8) Πληθ. βγάλματα, ἀπορρίμματα ὑλῶν χρησιμοποιηθεισῶν εἰς τὴν βυρσοδεψίαν Σῦρ. (Ἐρμούπ.) 9) Πληθ. ἐβγάλματα, καρποὶ ἐλαττωματικοὶ οἱ ὁποῖοι μὴ δυνάμενοι νὰ μεταφερθοῦν εἰς ἄλλας χώρας ἀποχωρίζονται τῶν λοιπῶν καὶ δαπανῶνται ἐπιτοπίως ΠΓεννάδ. ἔνθ’ ἀν. 10) Πληθ. βγάρματα, τὰ πρὸς πώλησιν αἰγοπρόβατα τὰ ὁποῖα συνήθως δὲν εἶναι τὰ ἀκμαῖα καὶ εὔρωστα, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ καχεκτικὰ Κρήτ. Πβ. βγάλσιμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/