γραβώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραβώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γραβώνω Ἐρεικ. γραβώνου Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Μπούκ. Σπάρτ.) γραδώνω Ἤπ. (Ξηροβούν. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀρματολικ.) Φοῦρν. γραδώνου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Πράμαντ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Βρύσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀμφιλοχ. Καρπεν. Λεπεν. Μύτικ. Ναύπακτ. Σπάρτ. Τριχων.) ἀγραδώνου Στερελλ. (Περίστ.) σγραβώνου Εὔβ. (Αἰδηψ.). Μέσ. γραδώνουμι Θεσσ. (Ἀργιθ. Βρύσ.) ἀγραδώνουμι Στερελλ. (Περίστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράβα.
Σημασιολογία
1) Ἐμπλέκομαι, ἐνσφηνοῦμαι Ἐρεικ. Εὔβ. (Ἀκρ.) Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Ἀρματωλικ. Βρύσ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Καρπεν. Λεπεν. Μύτικ. Ναύπακτ. Περίστ. Σπάρτ. Τριχων.): Τὸ δίχτυ θὰ σοῦ γραβώσῃ ἐδῶ τσὶ ξέρες Ἐρεικ. Εἶναι, γλέπεις, γραβωμένο τὸ χταπόδι αὐτόθ. Γράδουσι ἡ κόττα Λεπεν. Γραδώθ᾽κι ἡ γίδα Πλατανοῦσ. Γραδώθ᾽κα ᾽ς τὰ σύρματα κ᾽ ἔσκισα τὰ σκουτιˬά μ᾽ Βρύσ. Ποῦ γρἀδουσι, μαρή, οὑ κόκοτους; Καρπεν. Εῖμι ἀγραδουμένους πίσου ἀπ᾽ τοὺ ντ᾽λάπ᾽ Περίστ. Ἀγραδώνουμι ᾽ς τοὺ ρ᾽μα᾽ αὐτόθ. Γράδουσα κὶ δὲ μπουροῦ νὰ βγοῦ Σπάρτ. Ἔσπασ᾽ ἕνα κουκκαλά᾽ κὶ πῆι κὶ γράδουσι ἀνάμισα οἱ δυˬὸ τραπιζίτις, π᾽ δὲ bοροῦ νὰ dοὺ βγάνου μὶ κανένα dρόπου Ἄκρ. Ἦρθι κὶ γράδουσ᾽ τοὺ πουδάρ᾽ τ᾽ γαιˬδουριˬοῦ ᾶνάμισα ᾽ς τ᾽ς δυˬὸ πέτρις κὶ δὲν ἔβγινι μὶ κανένα dρόπου αὐτόθ. Ἐγράδουσι τοὺ πόδ᾽ μ᾽ (ἐνεσφηνώθη εἰς ρωγμὴν βράχου) Σπάρτ. Γράδουσι τοὺ πουδάρ᾽ μ᾽ μιˬάσα ᾽ς τὴ γράδα (μιˬάσα = μέσα) Ἀργιθ. Γράδουσ᾽ αὐτὰ τὰ παλιˬοσκούτιˬα ᾽κειˬὰ σὶ ᾽κεί ᾽ν ἀγράδα Τριχων. β) Μετβ. καὶ ἀμτβ., συνωθῶ Ἤπ. (Ξηροβούν.) γ) Συλλαμβάνω Ἤπ. (Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Περίστ.): Ἂ σὲ γραδώσω πουθενά, σὲ γράδωσα Ἤπ. Συνών. πιάνω, τσακώνω. δ) Κρύπτομαι κἄπου Ἐρεικ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Μπούκ. Περίστ. Σπάρτ.): Σὲ αὐτὸ τὸ γραβούτι τσῆ θάλασσας ἤθελα νά ᾽ξερα πόσα ψάριˬα θά ᾽χουνε γραβώσει Ἐρεικ. Παρατραυάει ὁ βουριˬὰς κὶ πᾶν τὰ γίδιˬα τ᾽ ἀπόγουνου νὰ γραβώσ᾽νι μέσα Μπούκ. Μ᾽ ἔπιˬασ᾽ ἡ βρουχὴ κὶ γράβουσα ᾽ς τ᾽ σπ᾽λιˬὰ Ἀμφιλοχ. ε) Ἐπὶ κατασκευῆς τοίχου ἢ ἀντερείσματος, ἐμπηγνύω μικροὺς λίθους εἰς τὰ κενὰ τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται μεταξύ τῶν μεγάλων λίθων Φοῦρν.: Γραδώνεται ἡ πεζούλα καὶ βαστάει. Συνών. χαλικολογῶ. 2) Μεταφ., ἀπομονώνομαι εἰς τὴν οἰκίαν μου Στερελλ. (Περίστ) β) Εὐρίσκομαι είς δυσχερῆ θέσιν, κυρίως οἰκονομικὴν Στερελλ. (Σπαρτ.): Γράδουσι οὑ φουκαρᾶς κιˬ ἀπὲ ἀλλιˬῶς δὲν ἔλιι ψέματα γ) Εἶμαι ἀπησχολημένος Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Στερελλ. (Σπαρτ.): Τώρα δὲν ἔχου κιρὸ γιˬὰ ταξίδι, εἶμι γραδουμένους μὶ τ᾽ ὄργουμα Πλατανοῦσ. Θὰ νά ᾽κανα αὐτείνη τ᾽ δ᾽λε͜ιά, ἀλλὰ εἶμι γραδουμένους τώρα μὶ τοὺ χουράφ᾽ Σπάρτ. δ) Ἐμπλέκομαι εἰς συζήτησιν καὶ καθυστερῶ Ἤπ. (Πράμαντ.) Θεσσ. (Ἀργιθ.): Πᾶσα μέρα γραδώνου μὶ τοὺ Λάκιˬα κὶ δὲ bουροῦ νὰ ξιγραδώσου Πράμαντ. Γράδουσα ᾽ς τὸ χουριˬὸ (ἔμπλεξα, καθυστέρησα ἕνεκα συναναστροφῆς εἰς τὸ χωρίον καὶ δὲν ἠδυνήθην νὰ φύγω ἐγκαίρως) Ἀργιθ. ε) Πιέζω, στενοχωρῶ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων.): Αὐτὸν τὸν γράδωσες γιˬὰ καλὰ Ἤπ. Μὶ γραδώσανε κ᾽ ἔκατσα γιˬὰ φαῒ Τριχων. Γραδώθ᾽κα κὶ τὰ μαρτύρ᾽σα οὕλα αὐτόθ. Εἶναι πολὺ γραδωμένος (εἶναι πολὺ στενοχωρημένος) Ἤπ. στ) Στηρίζομαι, παραμένω Εὔβ. (Στρόπον.): Ἅμα ξιμιιντανίσ᾽ ἀπουδῶ, δὲ γραδώ᾽ πουθινὰ (ξιμιιντανίσ᾽ ξεμεϊντανίσῃ = φύγῃ, ἀναχωρήσῃ) Ποῦ νὰ γραδώσ᾽ς, δέν ἔ᾽ πουθινὰ κλαρὶ (ποῦ νὰ παραμείνῃς, δὲν ἔχει πουθενὰ κλαρί).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA