βγαλσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγαλσιˬὰ
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βγαλσιˬὰ ἡ, πολλαχ. βγαρσιˬὰ πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βγάλλω καὶ τῆς καταταλ. –σιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἐξαγωγή, ἐκρίζωσις πολλαχ.: Παροιμ. Γιˬα τοῦ σκίνου τὴ ριζιˬὰ | δὲ φτάνει μιˬὰ βγαρσιˬὰ (ὁ πολλοὺς ἔχων προστάτας ἢ πολλὰ διαθέτων μέσα δὲν ἐκβάλλεται εὐκόλως ἀπὸ τῆς θέσεώς του) Λεξ. Δημητρ. 2) Ἐξοδος πολλαχ.: Γνωμ. Ὁ Χάρως ἔχει μπασιˬά, μὰ δὲν ἔχει βγαλσιˬὰ Ἰθάκ. β) Τὸ μέρος διὰ τοῦ ὁποίου ἐξέρχεταί τις πολλαχ.: Ἡ βγαλσιˬὰ τῆς ρεματιˬᾶς. 3) Μέρος ὅθεν ἀναβρύει ὕδωρ Λεξ. Δημητρ.: Στέρεψε ἡ βγαλσιˬὰ τοῦ βράχου. Πβ. βγάλσιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA