βγαλσίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγαλσίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βγαλσίδι τό, πολλαχ. καὶ Καππ. βγαλσίδ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βγαλίδ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βγαλσιˬὰ καὶ τῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) ᾿Εξοδος πολλαχ. καὶ Καππ.: Γνωμ. Ὁ Χάρως μπασίδιˬα ἔχει, ἀμὴ βγαλσίδιˬα δὲν ἔχει Ἤπ. Ὁποὺ μένει ᾿ς σοῦ Χάρου τὸ μπαχτὲ ἄλλο βγαλσίδι δὲν ἔχει Καππ. β) Τὸ μέρος δι᾿ οὗ ἐξέρχεταί τις πολλαχ. 2) Ἐξάνθημα μολυσματικῆς νόσου, εὐλογίας, ὀστρακιᾶς κττ. Μακεδ (Καταφύγ.) Χαλκιδ. Πβ. βγάλσιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA