βγάλτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγάλτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βγάλτης ὁ, Πελοπν. (Γέρμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βγάλλω.
Σημασιολογία
Ὀχετὸς ὕδατος: Νὰ ξεβουλλώσῃς τὸ βγάλτη νὰ φύγουνε τὰ νερά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA