γραδελάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραδελάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γραδελάδα ἡ, Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γραδέλα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
1) Ἐσχάρα σιδηρᾶ ἐπὶ τοῦ μηχανοστασίου τοῦ πλοίου Προπ. (Κύζ.) 2) Παρατηρητήριον τῶν ἁλιέων κατασκευαζόμενον ἐκ διασταυρουμένων ξυλίνων δοκῶν, τὸ θυννοσκοπεῖον τῶν ἀρχαίων Προπ (Ἀρτάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA