γκοὺχ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκοὺχ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μόριο

Τυπολογία

γκοὺχ μόρ. κοιν. κούχ Πελοπν. (Βούρβουρ.) γκούχου κοιν. γκούχα Ἤπ. (Ζαγόρ.) γκὶχ Ἤπ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Ἡ λ. λέγεται ἐπὶ τοῦ βῆχοντος κοιν.: Δὲν ἔκλεισε μάτι ὅλη νύχτα, δὲν μᾶς ἄφησε νὰ κοιμηθοῦμε ὅλο γκοὺχ-γκοὺχ Ἀθῆν. Τὸ πάει γκοὺχ-γκοὺχ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Μοῦ ᾽ρθι γκούχα-γκούχα Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/