βγάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βγάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βγάνω κοιν. ἐβγάνω Ἤπ. βγάνου βόρ. ἰδιώμ. bάνου Τσακων Ἀόρ. ἐμπαλῆκα Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐβγάνω, ὃ κατὰ Κορ. ἢ ἐκ τοῦ ἐκβιβάζω, ὅπως πιάζω-πιάνω κττ., ἢ ἴσως ἐκ τοῦ ἐκβαίνω. Ἱδ. Ἀτ. 1,225 καὶ 4,140. Διὰ τὴν ἐκ τοῦ ἐκβαίνω ὀρθοτέραν ἐτυμολογίαν πβ. καὶ βάνω ἐκ τοῦ βαίνω. Ὁ ἀόρ. ἔβγανα εἰναι περιωρισμένος χρησιμοποιουμένου ἀντ᾿αύτοῦ τοῦ κοινοῦ ἔβγαλα τοῦ ρ. βγάλλω.

Σημασιολογία

Τὸ ρῆμα τοῦτο σημασιολογικῶς συμπίπτει πρὸς τὸ κοινὸν βγάζω, ὑφ’ οὗ καὶ δύναται ν᾿ ἀντικατασταθῇ ἐν πάσῃ σημασίᾳ, διὸ καὶ ἡ σημασιολογικὴ ἔρευνά του ἐν-ταῦθα πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἐπαναλήψεως τῶν αὐτῶν πραγμάτων περιορίζεται μόνον εἰς ἰδιωτισμούς τινας. Α) Κυριολ. 1) Ἀποβιβάζω Κεφαλλ.: Βγάνω τ’ ἄλογα ἀπ᾿ τὸ καράβι. 2) Ἐξάγω, ἐκβάλλω κοιν. καὶ Τσακων.: Φρ. Βγάνω τὰ σταφύλιˬα (βραχυλ. πιέζω τὰς σταφυλὰς εἰς τὸ πατητήρι πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ γλεύκους). Βγάνω τὰ μέσα μου (ἐμῶ ἀκατασχέτως) πολλαχ. Βγάνω τὴ γλῶσσα μου (περιφρονῶ, χλευάζω) Ζάκ. Βγάνω χταπόδι (βυθίζω ἀπὸ ἀπροσεξίαν τὸν πόδα μου εἰς ὕδωρ) αὐτόθ. Βγάνω ᾿ς τὸ πιˬάττο (ἀποκαλύπτω πράξεις ἐνοχοποιητικὰς) Πελοπν. (Μάν.) Βγάνω τὸν ἥλιˬο (θεραπεύω δι᾿ ἐπῳδῶν τὴν ἡλίασιν) Κίμωλ. Βγάνω λουρὶ (ἐξάγω ταινίαν ἐκ δέρματος) Πελοπν. (Μαζαίικ.) Τοὺν ἔβγαναν σὰν τοὺν πουντ'κὸ ἀπ᾿ τοὺ λᾴδ’ (ἐπὶ τοῦ συλληφθέντος ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἐπὶ μοιχείᾳ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸ βγάνω ὄξω τὸ καράβι (παρακάμπτω ἄκραν) Ἄνδρ. Μὶ βγά’ ὄξου (ἐνεργοῦμαι, ἀφοδεύω) Μακεδ. (Βλάστ.) Δὲν ἐβγάνει λόγο (δὲν ἐκβάλλει λέξιν, δὲν λέγει τίποτε) Ἤπ. Βγά’ τἀ σ’λλιˬὰ ᾿ς τοὺ ξέχιˬουνου (ἐπὶ ὀκνηροῦ ἐκτελοῦντος ἔργα ἀνάξια λόγου. ξέχιˬουνου=μέρος ποῦ δὲν ὑπάρχει χιόνι) Στερελλ. (Ἀράχ.) Βγά' τὰ σκ’λλιˬὰ ᾿π᾽ τ᾿ν ἀγγάρε͜ια (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. || Γνωμ. Βάνε καὶ μή βγάνῃς, | νὰ ἰδῇς σωρὸ ποῦ κάνεις (διὰ τῆς οἰκονομίας γίνεται κἀνεὶς ὑπέρπλουτος). Ὅπο͜ιος βγάνει καὶ δὲ βάνει | γρήγορα ’ς τὸν πάτο φτάνει (διὰ τῆς ἀφειδοῦς δαπάνης ἄνευ ἀναπληρώσεως τῶν δαπανωμένων ταχέως ἐξαντλεῖταί τις) πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Πρόδρομ. 4,271 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ βάνω τὸ χερίτσιν μου, συντρίβω καὶ τσακίζω, | ἐβγάνω τ᾿ ὁλοκόκκινον, νά ᾿πες βαφέαν ὁμοιάζω». β) Ἀνασπῶ, ἐξέλκω κοιν. καὶ Τσακων.: ᾿Εμπαλῆτζε τὰ μαχαίρα Τσακων. || Φρ. Βγάνω ξυλεˬὲς (δέρνω, ἐκ μεταφορᾶς τῆς ἀνασπωμένης μαχαίρας διὰ πλῆγμα) Κρήτ. γ) Ἐξορύσσω κοιν. καὶ Τσακων.: Φρ. Βγάνει τῆς Παναγιˬᾶς τὰ μάθιˬα (εἶναι πολὺ ζωηρὸς) Κρήτ. δ) Ἐξάγω τοὺς ἄρτους ἀπὸ τὸν φοῦρνον Σκῦρ. Συνών. ξεφουρνίζω. ε) Ρίπτω Κεφαλλ. Κρήτ. κ.ἀ.: Βγάνω μακρεˬὰ τή bέτρα Κεφαλλ. || Φρ. Τοῦ βγάνω πέτρα (τὸν ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ αὐτοῦ, ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ὑπερβάλλοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῆς λιθοβολίας) Κρήτ. ς) ᾿Εκτείνω, προεκτείνω Σκῦρ.: ᾎσμ. Ἀιˬτέστε, βρὲ καλὰ παιδιˬά, νὰ πά’ νὰ πηδηθοῦμε, ’ς τῆς Ἀρετῆς τὸ πήδημα ἐκεῖ νὰ παινεστοῦμε, πηδάει ὁ Ἀβdί-ἀγας, τὸ βγάνει ὧς τὰ δέκα (ἐνν. τὸ πήδημα). ζ) Ἐκθέτω Κεφαλλ.: Βγάνω τό ρολόι ’ς τὸ λαχεῖο. 3) Διαβιβάζω, διαπερῶ σύνηθ.: Φρ. Τὰ βγάνω πέρα (κατορθώνω). 4) Γεννῶ Κρήτ.: Παροιμ. Ἡ σκύλλ’ ἀποὺ τὴ βιˬάσι της στραβὰ κουλούκιˬα βγάνει (ἐπὶ τοῦ ἐν σπουδῇ ἀτελῆ κατεργαζομένου). 5) Ἀναδίδω, φύω κοιν. καὶ Τσακων.: Παροιμ. Τὸ καρβοὺνι νὰ μπάλερε! (ἄνθρακα νὰ βγάλῃς! ἀρὰ) Τσακων. 6) ᾽Εκχερσώνω γῆν ἀκαλλιέργητον Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): Βγάνω τόπο. 7) Ἐπὶ ὁδοῦ, διανοίγω, κατασκευάζω Νάξ. (Κορων.): Βγάζω στράτα. Β) Μεταφ. 1) Ἀποκαθιστῶ, ὑπανδρεύω Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Βγάνω τὴν ἀδερφή μου-τὴν κόρη μου. 2) Ἀπομακρύνω τινὰ τῆς θέσεώς του, ἀπολύω κοιν.: Παροιμ. Ἡ χώρα βάνει τὸν παππᾶ κ᾽ ἡ χώρα τὀνε βγάνει (τὸ σύνολον τῆς κοινότητος ἀποφασίζει τὰ καθέκαστα) Ἤπ. 3) Προτείνω Κεφαλλ.: Βγάνω μάρτυρα. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. 1816 καὶ 7704 (ἔκδ. JSchmitt) «τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα». 4) Ὁδηγῶ φέρω κοιν. καὶ Τσακων.: Ὁ Θεὸ νά νι μπάλῃ σὲ καλέ! (ὁ Θεὸς νὰ τὸ βγάλῃ σὲ καλό! εὐχὴ) Τσακων. 5) Ὁρίζω, καθορίζω Κίμωλ.: Βγάνω μιστό. 6) Κερδίζω κοιν.: Φρ. Βγάνω τὰ παπούτσιˬα (κερδίζω τι ἴσον πρὸς τὴν ἀπαιτουμένην δαπάνην διὰ τὴν φθορὰν τῶν ὑποδημάτων) πολλαχ. 7) Φέρω Κρήτ. Πελοπν. (Χατζ.): Ὁ καιρὸς βγάνει βροχὴ Κρήτ. || Παροιμ. Δυˬὸ κοῦκκοι δὲ βγάνουν ἄνοιξι Χατζ. 8) Ἀποπερατώνω, τελειώνω, ἐπὶ ὑφαινομένων πραγμάτων Κίμωλ. Στερελλ (Αἰτωλ.): Τό ’χω βγάνει τὸ παννί Κίμωλ. 9) Καταφέρω Κεφαλλ.: Τὰ βάνεις μὲ δαύτονε, μὰ δὲ dὰ βγάνεις. 10) Μυρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἄσκημα βγάνει τὸ σπίτι τζη–τὸ στόμα τζη κττ. Ἄσκημα βγάνουν οἱ ἐλα͜ιές, εἶνι χαλασμένες. Ὡραῖα βγάνει ἡ μυρωδιˬά. || Φρ. Βγάνει τοῦ κρασιˬοῦ (μυρίζει κρασίλα). 11) Ὁμοιάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Βγάνω τοῦ δεῖνα. 12) Στήνω Κρήτ. Κύθν.: Βγάνω χορὸ Κρήτ. || Φρ. Μοῦ βγαίνει χορὸ (μοῦ παρέχει πράγματα) Κρήτ. 13) Διαδίδω Κρήτ.: Φρ. Τοῦ βγάνω πρᾶμα (τὸν δυσφημῶ, τὸν συκοφαντῶ). 14) Δυσφημῶ Στερελλ. (Αἰτωλ): Τοὺν βγάν’ν ’ς τοὺ χουριˬό. 15) Αἰτιῶμαι ἀγν. τόπ.: Τὸν βγάνουν πῶς φταίει 16) ᾿Επινοῶ Κρήτ.: Φρ. Τοῦ βγάνω κατεργαριˬὰ (τὸν ἐξαπατῶ). 17) Ἀπροσ. συμφέρει Κρήτ.: Βγάνει με. Πβ. βγάζω, βγαίνω, βγάλλω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/