γκραβάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκραβάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκραβάρω ἐνιαχ. gλαβάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γραβάρω Κέρκ. - Λεξ. Βάιγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gravare = πιέζω, φορτώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὠθῶν ἢ πιέζων συσσωρεύω, ἀποθηκεύω ἀντικείμενα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Gλάβαρε τὸ ᾽έννημα ᾽ιˬὰ νὰ τὸ λιχνίσωμε (συσσώρευσε τὸν καρπὸν τοῦ σίτου κ.τ.τ. ἐντὸς τοῦ ἁλωνίου διὰ λίχνισμα). Συνών. φρ. φορτώνω τ᾿ ἁλώνι. Πάαινε νὰ gλαβάρῃς τ᾽ ἄχερα μέσ᾽ ᾽ς τὴ bροστιˬάδα. 2) Μεταθέτω τι, ὡς τὰ ὅρια ἀγροῦ Κέρκ.: Κάθε φορὰ καὶ γραβάρει τὸ χτῆμα του. Πβ. ἁγραβάρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/