γραδώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραδώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραδώνω Ἰθάκ. Ναύστ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Μηλ. Φιγάλ. Χαμάκ.) Στερελλ. (Λεβάδ. Νεοχώρ.) -Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ, 64, 460, Πῶς ὑφαίν., 133 - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. γραδώνου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Πάπιγκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λεπεν.) ἀγραδώνου Στερελλ. (Ναύπακτ. Τριχων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γράδο.

Σημασιολογία

1) Μετρῶ διὰ τοῦ γράδου, ἀραιομέτρου, τῆν πυκνότητα οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν ἢ τοῦ γάλακτος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Χαμάκ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γραδάρω 1. 2) Κατασκευάζω γράδωσιν, ἤτοι χαράσσω τὴν κατ᾽ ἀμφότερα τὰ ἄκρα τῶν ἐπιμήκων σανίδων βαρελίου ἢ κάδης ἐγκοπῆν Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Πάπιγκ.) Ναύστ. Πελοπν. (Μηλ. Χαμάκ.) Στερελλ. (Λεβάδ. Νεοχώρ.) - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. Συνών. σέρνω, τζινάρω. 3) Αὐλακώνω Ἰθάκ.: Τόνε γράδωσε μὲ τὸ σιˬᾶ του ᾽ς μοῦτρα (σιˬᾶ = σουγιᾶ). 4) Χαράσσω κυκλικῶς κορμὸν δένδρου, ὥστε νὰ διακοποῦν οἱ χυμοὶ καὶ νὰ ξηρανθῇ Πελοπν. (Φιγάλ.) Συνών. χαρακώνω. 5) Μετβ. καὶ ἀμτβ., ἐνσφηνώνω, ἐφαρμόζω τι κατὰ τρόπον ἀκριβῆ καὶ ἀσφαλῆ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λεπεν. Ναύπακτ. Τριχων.) - Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 64, 460, Πῶς ὑφαίν., 133: Πρέπ ᾽νὰν τοὺ φέρ ᾽ς ἔτσ᾽ τοὺ ξ᾽λόχτ᾽νου ᾽π᾽ νὰ γραδώ᾽ τοὺ ἕνα μὶ τ᾽ ἄλλου Ἄκρ. Τήρα, γράδουσ᾽ καλὰ ἡ νουρά ᾽ς τοῦ σταβάρ᾽ ἢ θὰ σ᾽ μεί᾽ ᾽ς τὰ χέριˬα; αὐτόθ. Σ᾽ αὐτὴ γραδώνει τὸ σωλῆνα τοῦ φυσεροῦ ποὺ φέρνει τὸν ἀέρα ᾽ς τὴ φουφοῦ Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 64.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/