γκραδιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκραδιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκραδιˬὰ ἡ, Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Δ. Κόκκιν., Ν. Ἑστία 18 (1935), 1109 gραδιˬὰ Α. Κρήτ. (Κριτσ.) Μύκ. Σάμ. (Παλιοκαστρ.) gραιˬδεˬὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) gραδία Πελοπν. (Μάν. Πάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρᾶς διὰ τοῦ πληθ. γκρᾶδες.

Σημασιολογία

Βολὴ δι᾽ ὅπλου γκρᾶ ἔνθ᾽ ἀν.: Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀστεῖα' δὲ βαρᾶνε γκραδιˬὲς σὲ μιὰ περιοχὴ ποὺ ὑπάρχει τόσος κόσμος Δ. Κόκκιν. ἔνθ᾽ ἀν. Ἐχάλα ὁ τόπος ἀπὸ τὶ gραιˬδεˬές, ἐκρόασι σημάδι (...ἔρριπτον ἐπὶ σκοπὸν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πβ. γκραδελιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/