γκρὰν-κάσσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρὰν-κάσσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκρὰν-κάσσα ἡ, σύνηθ. γράν-κάσσα Ζάκ. Κέρκ. Gράν-gάσσα Ζάκ. gρὰ-gάσσα ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ gran-cassα.
Σημασιολογία
1) Μέγα μουσικὸν τύμπανον φέρον ἐπὶ τοῦ ἄνω μέρους τῆς στεφάνης αὐτοῦ κύμβαλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ μουσικὸς κρούων ἕτερον παράγει μουσικὸν ἦχον, ἐνῶ συγχρόνως διὰ τῆς ἄλλης χειρὸς πλήττει διὰ ξυλαρίου τῆν δερματίνην ἐπίπεδον ἐπιφάνειαν σύνηθ.: Παίζει γκρὰν-κάσσα ᾽ς τὴ Φιλαρμονικὴ τοῦ δήμου Ἀθῆν. Βαρῶ τὴ γράν-κάσσα Κερκ. 2) Μεταφ., χονδρὸς Κέρκ.: Αὐτὸς ἐγίνηκε γρὰν-κάσσα (πάχυνε πολύ). Ἡ κοιλιˬά του εἶναι γράν-κάσσα β) Γυνῆ ἰδιομόρφως ἐνδεδυμένη μὲ ἐνδύματα παλαιοτέρας ἐποχῆς καὶ γενικῶς γυνή ἄσχημος Ζάκ. κ.ἀ.: Νὰ δῇς μιˬὰ γυναῖκα ποὺ πῆρε. Τέλεια gρὰν-gάσσα Ζάκ. γ) Ἡ ἡλικιωμένη καὶ συνεπῶς πεπειραμένη πόρνη ἐνιαχ.: Εἶναι αὐτὴ μιˬὰ γκρὰν-κάσσα! Ἡ κόρη της εἶναι πίκουλο ἀκόμα, δὲν πιˬάνει μπάζα μπροστὰ ᾽ς τὴ μάννα κιˬ ἄς εἶναι τόσο νιˬὰ ἀκόμα (πίκουλο = μικρή, ἀρχάρια) Ἰων. (Μπουρνόβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA