Γραικόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γραικόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
Γραικόπουλο τό, Πελοπν. (Μεσσην.) Γραικόπουλον Πόντ. (Σταυρ.) Γρικόπουλου Μακεδ. (Γρεβεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Γραικὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο.
Σημασιολογία
Τὸ Ἑλληνόπουλον ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Φιγγαράκι μου λαμπρό, φέγγι καὶ πιρπάτηγι, γιˬὰ νὰ σὶ ρουτήσουμι γιˬὰ τὰ δυˬὸ Γρικόπουλα Μακεδ. (Γρεβεν.) Ἀκεῖ ᾽ς σὸ πέραν τὸ ραίν, ᾽ς ἄλλο τ᾽ ἐπεκεῖ μέρος Γραικόπουλον ἐσκότωσαν καὶ κεῖται σκοτωμένον Πόντ. (Σταυρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA