Γραικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γραικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
Γραικὸς ὁ, πολλαχ. Γρικὸς Θρᾴκ. (Σουφλ.) Παξ. Τῆλ. Γραῖκος Ἤπ. (Κόνιτσ. Μαργαρ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Μακεδ. (Βέρ. Θεσσαλον Κουφάλ. Ροδολίβ. Σαρακατσ.) Γκραῖκους Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Χαλαστρ. κ.ἀ.) Θηλ. Γραικιˬὰ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Γραίκα Ἤπ. (Μαργαρ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) – Παρνασσ. 8 (1884), 703 Γραίκισσα Θεσσ. (Γερακάρ.) Γραῖκο Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Γρίκο Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. Ὀτράντ. Τσολλῖν.) Gρίκο Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Ὀτράντ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. Γραικός. Βλ. Ἀριστοτ. Μετεωρολ. 14. 352b 2 «ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δὲ Ἕλληνες». Ὁ τύπ. Γρικὸς ἐξ ἐπιγραφῆς τοῦ 9ου μ.Χ. αἰ. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Πανεπ. Θεσσαλον. 1 (1927), 15. Πβ. καὶ Glotta 17 (1929), 69 καὶ Β. Φάβην, Ἀθηνᾶ 55 (1951), 15. Οἱ τύπ. Γραῖκος, καὶ Γκραῖκο δι᾽ ἐπίδρασιν τῶν Ἰταλικῶν Greco – Grico.
Σημασιολογία
1) Ἕλλην χριστιανὸς, ὁ ἑλληνόφωνος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Τοῦρκον ἢ τὸν σκηνίτην Βλάχον πολλαχ.: Εἶναι Γραικός. Εἴμαστε Γραικοὶ Ἀθῆν. Ἤμασταν᾽ς τὸ Βράστοβο Γκραῖκες, Τσαρακατσᾶνες καὶ Καραγκοῦνες Ἤπ. (Μαργαρ.) || Παροιμ. Φρ. Κάλλιˬα ᾽ς τὸν Τοῦρκο παρὰ ᾽ς τὸν Γκραῖκο (οὕτως ἔλεγον οἱ σκηνῖται Βλάχοι, διότι εἰς οὐδεμίαν ἐπίγαμίαν ἤρχοντο μὲ τοὺς Ἕλληνας χριστιανοὺς) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τέσσερες Γραικοὶ πέντε κουμάντα (ἐπὶ σπουδαρχίας ἢ ἐπὶ γνωμῶν ἀντιμαχομένων ἄνευ τελικῆς συμφωνίας) Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Τὸ Βλάχο μὲ τὸ φόρτωμα, τὸ Γραῖκο φορτωτῆρα (οὕτως ἔλεγον οἱ Βλάχοι περὶ τῶν Ἑλλήνων, ὅτι δηλ. ὁ Βλάχος εἶναι νοήμων, ὁ δὲ Ἕλλην ἄνους) Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Χίλιˬοι Γκραικοὶ ἕνα γουμάρι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βέρ.) || ᾌσμ. Πᾶτε καὶ σεῖς κ᾽ ἡ πίστη σας, μουρτᾶτες, νὰ χαθῆτε! Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ ν᾽ ἀποθάνω Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 23. Καρδιˬὰ, παιδιˬά μου, φώναξε, παιδιˬά, μὴ φοβηθῆτε, σταθῆτ᾽ ἀνδρε͜ιὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε αὐτόθ. 2) Ἐπιθετικ., ὁ Ἑλληνικὸς Ἀπουλ. (Μαρτ. Ὀτράντ. Τσολλῖν.): ᾎσμ. Ἤθελα νὰ σοῦ μάθῃ ἕνα σονέτο Γκρίκο, νὰ μὴ τὸ ἠσέρουν οἱ Λατῖνοι (ἤθελα νὰ σοῦ μάθω ἕνα σονέτο Ἑλληνικόν, νὰ μὴ τὸ ξέρουν οἱ Λατῖνοι) Ὀτράντ. Κ᾽ ἕνα τραβούδι Γρίκο γιˬὰ σένα ἡ χέρα γράφει καὶ γράφοντα ἡ καρντία μου γλυκέα - γλυκέα ζάφει (ζάφει = πάλλει) Τσολλῖν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γραικὸς πολλαχ. καὶ Γραῖκος Ρὀδ. Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾽Σ τοῦ Γραίκ᾽ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ), ᾽Σ τοῦ Γκραικοὺ Μακεδ. (Βόιον), ᾽Σ τῆς Γραικῆς Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA